Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

1. Οι πρώτες μόνιμες σλαβικές εγκαταστάσεις στην Θράκη


Αυτό το ίδιο έτος, το τρίτο μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστίνου, επί της βασιλείας του Τιβερίου, ο απαίσιος λαός των Σκλαβήνων εξόρμησαν και διέτρεξαν ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων και όλη τη Θράκη, και κυρίευσαν πόλεις και κατέλαβαν πολυάριθμα φρούρια και κατέστρεψαν και πυρπόλησαν και αιχμαλώτισαν τον λαό και οδήγησαν μακριά τους αιχμαλώτους και έγιναν κύριοι όλης της υπαίθρου και κατοικούν σ' αυτή τέσσερα χρόνια τώρα, σαν να είναι δική τους χωρίς φόβο.
Επειδή ο αυτοκράτορας  έχει εμπλακεί σε πόλεμο με τους Πέρσες και έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή , ζουν με την άνεσή τους στη χώρα και κατοικούν σ' αυτή και εξαπλώνονται όσο μακριά τους επιτρέπει ο Θεός, και ερημώνουν και καίουν και αιχμαλωτίζουν, σε τέτοια έκταση που έχουν φτάσει  στα εξωτερικά τείχη της πόλης (δηλαδή τα Μακρά Τείχη της Κωνσταντινούπολης) απ' όπου οδήγησαν μακριά τα κοπάδια αλόγων του αυτοκράτορα, πολλές χιλιάδες στον αριθμό, και ό τι άλλο μπόρεσαν να βρουν. Και ως σήμερα ακόμη, το έτος 895 (=584), στρατοπεδεύουν και κατοικούν εκεί και ζουν ειρηνικά στη ρωμαϊκή επικράτεια, σίγουρα και χωρίς φόβο, και αιχμαλωτίζουν και σκοτώνουν και καίουν.
Και έγιναν βαθύπλουτοι σε χρυσό και ασήμι και κοπάδια αλόγων και απέκτησαν πολλά όπλα και έμαθαν να μάχονται καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ αρχικά δεν ήταν παρά άξεστοι βάρβαροι που δεν τολμούσαν να εμφανισθούν έξω από τα πυκνά τους δάση. Και όσο για τα όπλα δεν ήξεραν ακόμη και τι είναι αυτά, εκτός από δύο-τρία λογχάδια, δηλαδή κοντά δόρατα.
Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ΄μέρος, κεφ. 25, λατ. μετ. Ε. W. Brooks, Λουβαίν 1952 (ανατύπωση της έκδοσης του 1936), 248-249.

Σλάβοι στη βυζαντινή Πελοπόννησο

    Οι Σλάβοι, που οι βυζαντινές πηγές αποκαλούν: Σκλαβηνούς, Σθλαβηνούς, Σκλάβους και Σθλάβους, χωρίζονται στους Ανατολικούς (: Ρώσους, Λευκορώσους, Ουκρανούς), στους Δυτικούς (: Πολωνούς, Τσέχους, Σλοβάκους) και στους Νότιους Σλάβους των Βαλκανίων (: Σλοβένους, Κροάτες, Σέρβους, Βουλγάρους).
    Οι Σλάβοι, που ήρθαν και παρέμειναν μόνιμα στον πελοποννησιακό χώρο, αλλά και σε άλλες ελλαδικές περιοχές, όπως στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θεσσαλία. την Ήπειρο, την Ακαρνανία, την Αττική και αλλού, ήταν λαός γεωργικός και ποιμενικός, τον οποίον χαρακτήριζε η μόνιμη εγκατάσταση. Η καύση των νεκρών, η χειροποίητη κεραμική, η πασσαλόπηκτη ημιυπόγεια οικία, η λεγόμενη poluzemljanka, που αποτελείται από έναν τετράγωνο χώρο σκαμμένον μέσα στη γη, του οποίου η ξύλινη στέγη εφάπτεται στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και η καλλιέργεια της γης με τη μέθοδο της διά πυράς εκχέρσωσης (: slush and burn) είναι κοινά στοιχεία γιο όλον το σλαβικό κόσμο κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ – έστω και με κάποια επιφύλαξη – ότι μερικά από τα πρώτα σλαβικά τοπωνύμια της Πελοποννήσου προέρχονται από τη σημασιολογική σφαίρα της διά πυράς εκχέρσωσης, και σχηματίστηκαν – ίσως - κατά την πρώιμη άφιξη στην περιοχή Σλάβων, που αναζητούσαν εγκαταλειμμένες και χέρσες γαίες για καλλιέργεια.
  Πυρήνας της πρωτοσλαβικής κοινωνίας ήταν η πατριαρχική οικογένεια, που αργότερα απαντά στις πηγές με τον όρο Zadrouga. Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στον πελοποννησιακό χώρο προτιμούσαν ως τόπους διαμονής τις κοιλάδες των ποταμών όπως την Ολυμπία, ή περιοχές κοντά σε έλη, σε υψώματα ή πλαγιές βουνών. Απέφευγαν, στην αρχή τουλάχι- στον, να κατοικήσουν σε ανοικτές πεδιάδες ή στις ακτές κοντά στη θάλασσα. Ο Σλάβος έπηλυς καλλιεργούσε τη γη με τα ίδια αγροτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε και ο γηγενής Έλληνας γεωργός της βυζαντινής υπαίθρου. Έλληνες και ξενόφερτοι αγρότες είχαν μια κοινή μοίρα, καθώς βάσιζαν την ύπαρξη και την ευημερία τους στην ευφορία των αγρών και στην εύνοια της φύσης, που προσπαθούσαν, να δαμάσουν. Η σβάρνα, το αγροτικό αυτό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβώλων της οργωμένης γης. ήταν ασφαλώς γνωστό στον βυζαντινό αγρότη πολύ πριν από την έλευση των Σλάβων. Ο βωλοκόπος, όπως ονομάζεται Ελληνικά η σβάρνα, ήταν ευρύτατα γνωστός στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αφού μάλιστα έχουν σωθεί και περιγραφές του σε γεωπονικά συγγράμματα. Στην εξελιγμένη μορφή του ήταν ένα ορθογώνιο ξύλινο πλαίσιο, στο οποίο είχαν προσαρμοσθεί χοντροί κώνοι από μέταλλο. Η φωνητική μορφή με την οποία είναι απολιθωμένος ο όρος ως γλωσσικό δάνειο στην Ελληνική, μαρτυρεί ότι η λέξη πέρασε στη γλώσσα μας πριν από τις αρχές του 8ου αιώνα, προτού δηλαδή συντελεσθεί η μετάθεση των υγρών συμφώνων στις σλαβικές γλώσσες.
    Τα σλαβικά τοπωνύμια του πελοποννησιακού χώρου δείχνουν - κυρίως - ένα λαό γεωργικό. Τα περισσότερα έχουν σχέση με την ονοματοθεσία του χώρου που ζούσαν, αν δηλαδή ο τόπος τους ήταν πετρώδης (όπως οι Καμενιάνοι Καλαβρύτων), βαλτότοπος ή άνυδρος, δασώδης (όπως η Παλιομπουκοβίνα Ηλείας, κοντά στο δάσος της Κάπελης), βοσκοτόπι ή γεμάτος ιτιές (όπως το Βελβίσκον-Βελβίτσι Πατρών), αν έχει υποστεί εκχέρσωση διά πυράς (όπως η Τοπόριστα και το Ζυγοβίστι Αρκαδίας) ή αν έχει άφθονα πηγαία ύδατα (όπως το Σοποτό Καλαβρύτων). Εξετάζοντας λοιπόν τη σλαβική διείσδυση και παρουσία στην Πελοπόννησο κατά τους μέσους χρόνους, ας δούμε τι στοιχεία μας παρέχουν, εκτός από τα σλαβικά τοπωνύμια, οι ιστορικές πηγές, δηλαδή τα κείμενα, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
    Ο σταδιακός εξελληνισμός των σλαβικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν σε πελοποννησιακά εδάφη συντελέστηκε με τη βοήθεια της Εκκλησίας, που φρόντισε για τον εκχριστιανισμό τους, αλλά και της Πολιτείας, που, με την ανοχή της, τους στρατολογούσε στο βυζαντινά στρατό ως μισθοφόρους, αξίωνε απ’ αυτούς την αναγνώριση της εξουσίας τον Βυζαντινού αυτοκράτορος, την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων και επέβαλλε καταστολή κάθε ανταρσίας.


Πηγή: Άρθρο από το περιοδικό "Αρχαιολογία και Τέχνες" της αρχαιολόγου κ. Α.Μουτζάλη


Η αβαροσλαβική εισβολή και κατάκτηση της Πελοποννήσου (587)



2. Η αβαροσλαβική εισβολή και κατάκτηση της Πελοποννήσου (587)

Σε μια άλλη εισβολή του (ο Χαγάνος των Αβάρων) κατέκτησε ολόκληρη τη Θεσσαλία και ολόκληρη την Ελλάδα και την Παλαιά Ήπειρο και την Αττική και την Εύβοια. Οι Άβαροι εισέβαλαν ορμητικά και στην Πελοπόννησο και την κατέκτησαν με πόλεμο και, αφού εκδίωξαν και εξόντωσαν τους ευγενείς ελληνικούς πληθυσμούς, κατοίκησαν οι ίδιοι σ' αυτή την περιοχή. Όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα φονικά χέρια τους σκορπίσθηκαν σε διαφορετικούς τόπους.
Οι κάτοικοι των Πατρών μεταφέρθηκαν στο Ρήγιο της Καλαβρίας και οι κάτοικοι του Άργους στο νησί Ορόβη, ενώ οι Κορίνθιοι μετοίκησαν στο νησί της Αίγινας. Τότε λοιπόν εγκατέλειψαν το έδαφος της πατρίδας τους και οι Λάκωνες και άλλοι από αυτούς αναχώρησαν για το νησί της Σικελίας, όπου ένα μέρος τους ζει ακόμη, στον τόπο που ονομάζεται Δέμεννα. Αυτοί ονομάζονται Δεμενίτες αντίς Λακεδαιμονίτες και διατηρούν την ιδιαίτερη διάλεκτο των Λακώνων. Ένα άλλο μέρος τους βρήκαν έναν δύσβατο τόπο κοντά στο γιαλό, έχτισαν (εκεί) οχυρή πόλη που την ονόμασαν Μονεμβασία, γιατί είχε μόνο μια "έμβασιν" για τους εισερχόμενους, και κατοίκησαν σ' αυτή μαζί με τον επίσκοπό τους. Οι βοσκοί και οι αγρότες εγκαταστάθηκαν στους κοντινούς κακοτράχαλους τόπους που ονομάστηκαν πρόσφατα Τζακονίες.
Έτσι οι Άβαροι κατέλαβαν και κατοίκησαν την Πελοπόννησο και παρέμειναν σ' αυτή διακόσια δεκαοκτώ χρόνια χωρίς να εξαρτώνται από τον ρωμαίο αυτοκράτορα ή άλλον κύριο, από το έτος 6096 από κτίσεως κόσμου (=587 μ.Χ.), που ήταν το έκτο της βασιλείας του Μαυρικίου, μέχρι το έτος 6313 (= 805) που ήταν το τέταρτο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου του Παλαιού, που είχε γιο το Σταυράκιο.
Cronaca di Monembasia, εκδ. I. Duicev (=Testi, 12), Παλέρμο 1976, 12-16.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Ίδρυση του Βουλγαρικού Κράτους


Οι Βούλγαροι καταδιώκοντας τους Ρωμαίους πέρασαν τον Δούναβη και έφτασαν στη λεγόμενη Βάρνα, κοντά στην Οδησσό (Σημ.: παρευξείνια πόλη με ελληνικό πληθυσμό), και την ενδοχώρα της. Εκεί είδαν ότι ο τόπος ήταν πολύ ασφαλής: προστατευόταν πίσω (βόρεια) από το Δούναβη και μπροστά (νότια) και στα πλάγια (ανατολικά) από τις κλεισούρες (δηλ. τα στενά περάσματα του Αίμου) και τη θάλασσα του Πόντου.
Έτσι οι Βούλγαροι έγιναν κύριοι των γειτονικών σλαβικών φυλών που ονομάζονταν Επτά Γενεές και εγκατέστησαν τους Σεβέρεις, μία από αυτές, στην περιοχή που απλώνεται από την κλεισούρα των Βερεγάβων (Σημ. πιθανώς το πέρασμα Ris) προς τα ανατολικά. Συνάμα τοποθέτησαν τις υπόλοιπες Επτά Γενεές στα νότια και δυτικά της χώρας τους προς την Αβαρία (τη χώρα των Αβάρων).
Έτσι μεγάλωσε η δύναμή τους και άρχισαν να κυριεύουν τα κάστρα που ανήκαν στο Ρωμαϊκό Κράτος. Γι' αυτό ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει ειρήνη μαζί τους και συμφώνησε να τους παρέχει ετήσιο φόρο.
Θεοφάνης, Χρονογραφία, 358-359.