Σάββατο 15 Μαΐου 2010

ENOTHTA 5: Ο ελληνισμός από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα

1.Οι Έλληνες κυριαρχούν στο εμπόριο της Βαλκανικής, σελίδα 23 σχολικού βιβλίου

Η επέκταση του ευρωπαϊκού εμπορίου στην Ανατολή ενίσχυσε τις εμπορικές συναλλαγές της δυτικής Ευρώπης με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Καθώς οι Τούρκοι σταδιοδρομούσαν, κατά παράδοση, στον κρατικό τομέα, Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι διακρίθηκαν στο εμπόριο και στη ναυτιλία. Ιδίως οι Έλληνες καραβοκύρηδες (πλοιοκτήτες) αξιοποίησαν τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774), που επέτρεπε την ελεύθερη κίνηση πλοίων με ρωσική σημαία στα Στενά του Βοσπόρου, και την περιορισμένη παρουσία αγγλικών και γαλλικών πλοίων στη Μεσόγειο, εξαιτίας των ναπολεόντειων πολέμων. Έτσι απέκτησαν τον έλεγχο σημαντικού μέρους του εμπορίου. Βαθμιαία, πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, η Σμύρνη και η Χίος εξελίχθηκαν σε σημαντικά εμπορικά κέντρα με πρωταγωνιστική ελληνική παρουσία, ενώ ενισχύθηκαν και οι ελληνικές παροικίες δηλαδή οι ελληνικές κοινότητες σε πόλεις με μη ελληνικό πληθυσμό. Ο κυρίαρχος ρόλος των Ελλήνων στο βαλκανικό εμπόριο αποτυπώνεται και στο συγκεκριμένο παράθεμα, καθώς αναφέρεται ότι η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του εμπορίου και ότι οι Βαλκάνιοι έμποροι, ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση μιλούν ελληνικά, αφού για να ενσωματωθούν στο απαιτητικό σύστημα των εμπορικών συναλλαγών και των σχετικών με αυτές δραστηριοτήτων, έπρεπε να μάθουν να χειρίζονται τη γλώσσα του εμπορίου, δηλαδή την ελληνική. Επίσης, αναφέρεται ότι ο όρος «Έλληνας» χάνει πλέον την εθνική και γεωγραφική σημασία του και σημαίνει πρώτα απ’όλα «πλανόδιος πωλητής ή έμπορος». Συμπερασματικά, η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στα Βαλκάνια ήταν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των Ελλήνων στο βαλκανικό εμπόριο.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη: Ενότητα 1: Η εποχή του Διαφωτισμού - Επεξεργασία ιστορικών πηγών

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Η εποχή του Διαφωτισμού

1. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης, σελίδα 10 σχολικού βιβλίου
Η βιομηχανική επανάσταση (= δημιουργία μεγάλων εργοστασίων που χρησιμοποιούν μηχανές για την παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων, εκβιομηχάνιση) έδωσε οικονομική διέξοδο σε επιχειρηματίες που διέθεταν κεφάλαια και σε χιλιάδες πρώην αγρότες που, λόγω της εκμηχάνισης (= χρήσης μηχανών) στην αγροτική παραγωγή, είχαν καταφύγει στις πόλεις αναζητώντας κάποιο εισόδημα. Στο συγκεκριμένο παράθεμα γίνεται λόγος για τις εξελιγμένες μηχανές παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων του Άγγλου βιομήχανου Άρκραϊτ. Οι μηχανές αυτές απαιτούν λίγα εργατικά χέρια και μάλιστα μόνο παιδιά που δουλεύουν με την επίβλεψη ενός επιστάτη, αφού οι μηχανές αυτές δε χρειάζονται άτομα με μεγάλη σωματική δύναμη και εξαιρετικές γνώσεις ή δεξιότητες για να λειτουργήσουν (εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, αρκούσε ένας μόνο εργαζόμενος για να δουλέψει τις κλωστικές μηχανές βάμβακος. Το εργατικό δυναμικό του εργοστασίου συμπληρώνουν και γυναίκες, που αμείβονται μόλις με τέσσερις πέντε πένες την ημέρα για εργασία που διαρκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Οι γυναίκες και τα παιδιά, λοιπόν, αποτελούν φθηνή εργατική δύναμη και μπορούν ευκολότερα να ελεγχθούν. Η περίπτωση του εργοστασίου του Άρκραϊτ αντικατοπτρίζει τη γενικότερη πραγματικότητα της εποχής αυτής (τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα) σε ό, τι αφορά τις συνθήκες εργασίας. Είναι φανερό ότι με την εκβιομηχάνιση (στην πρώιμη φάση της βιομηχανικής επανάστασης) αυξήθηκε η ανεργία των εργατών και μάλιστα των ανδρών, αφού το εργατικό δυναμικό αποτελούσαν κυρίως γυναίκες και παιδιά. Επίσης, με δεδομένη την πληθώρα των άνεργων εργατών, που αγωνίζονταν πλέον για την επιβίωσή τους και δέχονταν να εργάζονται με πολύ χαμηλές αμοιβές, τα ημερομίσθια μειώνονταν. Έτσι, τα φτωχότερα εργατικά στρώματα εξαθλιώνονταν ολοένα και πιο πολύ, ενώ παράλληλα οι βιομήχανοι μπορούσαν να αυξάνουν όλο και περισσότερο τα κέρδη τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου εργοστασίου που, όπως αναφέρεται στην πηγή, μέσα σε δέκα έτη, αν και ξεκίνησε πάμπτωχος, κατόρθωσε να αποκτήσει περιουσία που ξεπερνούσε τις είκοσι χιλιάδες λίρες.

2.Ο ορθός λόγος εναντίον της προκατάληψης, σελίδα 11 σχολικού βιβλίου
Ο Ρενέ Ντεκάρτ εγκαινιάζει μια νέα μέθοδο για την προσέγγιση της γνώσης: η συστηματική αμφιβολία είναι ο μόνος δρόμος για την αληθινή γνώση. Συγκεκριμένα, απορρίπτει κάθε δόγμα και προκατάληψη. Βασική αρχή του είναι να μην παραδέχεται τίποτα ως αληθινό, παρά μόνο αν αυτό είναι ολοφάνερα αληθινό. Η βιαστική και άκριτη αποδοχή μιας άποψης, επειδή αυτή επικρατεί μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς όμως να μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι πράγματι αληθινή, δημιουργεί την προκατάληψη. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι για να αποδεχτεί κάτι ως αληθινό, πρέπει να το διερευνήσει με τον ορθό λόγο (= λογική), μέχρι να φτάσει σε βέβαιο συμπέρασμα, δηλαδή να μην έχει οποιαδήποτε αμφιβολία για την αλήθεια του.

3. Διαφωτισμός και πολιτική, σελίδα 11 σχολικού βιβλίου
α. Οι απόψεις του Τζον Λοκ
Ο Τζον Λοκ υποστηρίζει το δικαίωμα της αντίστασης ενός λαού στις ενέργειες του ηγεμόνα του, όταν αυτές στρέφονται εναντίον του. Σύμφωνα με τη θεωρία του «κοινωνικού συμβολαίου», τα άτομα δέχτηκαν να παραχωρήσουν ορισμένες από τις ελευθερίες τους, προκειμένου να συμβιώσουν, και το κράτος εγγυήθηκε αυτή τη συμφωνία, το κοινωνικό συμβόλαιο. Αν το κράτος παραβεί τους όρους αυτού του κοινωνικού συμβολαίου και γίνει τυραννικό, τότε οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της αντίστασης.

β. Οι απόψεις του Ζαν Ζακ Ρουσό
Ο Ζαν Ζακ Ρουσό θεωρεί τους ηγεμόνες υπαλλήλους του λαού και όχι αφέντες του. Υποστήριξε ότι η πολιτική εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια του λαού κι όχι κάποιου ηγεμόνα.

4. Ο Μοντεσκιέ και η διάκριση των εξουσιών, σελίδα 12 σχολικού βιβλίου
Σύμφωνα με τον Μοντεσκιέ, οι φορείς της εξουσίας σε ένα κράτος πρέπει να είναι διαφορετικοί: η εκτελεστική εξουσία πρέπει να ασκείται από το σώμα που εφαρμόζει τους νόμους (κυβέρνηση), η νομοθετική από το σώμα που θεσπίζει νόμους (βουλή) και η δικαστική από εκείνους που ελέγχουν την τήρηση των νόμων (δικαστές). Ο Μοντεσκιέ υποστηρίζει ότι, αν όλες οι εξουσίες ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο, δεν υπάρχει ελευθερία. Πράγματι, αυτός που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του, μπορεί να αυθαιρετεί, αφού δεν μπορεί κανένας άλλος να τον ελέγξει. Με τη νομοθετική εξουσία στα χέρια του, θεσπίζει όποιους νόμους επιθυμεί, με την εκτελεστική εξουσία παίρνει όποιες αποφάσεις θέλει και με τη δικαστική τιμωρεί όποιον θέλει, χωρίς να ελέγχεται αν οι αποφάσεις του είναι δίκαιες ή άδικες. Όταν συμβαίνει αυτό, κάθε πολίτης εξαρτάται απόλυτα από τη θέληση αυτού που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του. Δεν μπορεί, λοιπόν, να κάνει τίποτε άλλο παρά να τον υπακούει. Έτσι, όμως, χάνει την ελευθερία του.

6. Ο Άνταμ Σμιθ και ο οικονομικός φιλελευθερισμός, σελίδα 12 σχολικού βιβλίου
Η κριτική προς τον αυστηρό κρατικό παρεμβατισμό, δηλαδή τον μερκαντιλισμό, εκφράστηκε στον αγγλικό χώρο από τη θεωρία του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο Άνταμ Σμιθ με το έργο του «Έρευνες για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών» υπήρξε εισηγητής του οικονομικού φιλελευθερισμού, που υποστήριζε ότι το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει παρά ελάχιστα στην οικονομική ζωή. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομία, αλλά να διασφαλίζει τις συνθήκες για την απρόσκοπτη (= ανεμπόδιστη) εκτέλεση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, να διασφαλίζει την ειρήνη, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή πορεία της οικονομίας, να ζητά χαμηλούς φόρους ώστε να προσφέρει κίνητρο για οικονομικές δραστηριότητες, και να φροντίζει ώστε η δικαστική εξουσία να είναι ανεκτική απέναντι στους παράγοντες της οικονομικής ζωής. Για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα η παρέμβαση του κράτους δεν κρίνεται αναγκαία, αφού ρυθμίζονται από τη φυσική ροή των πραγμάτων. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη οδηγεί στη βαρβαρότητα. Επομένως, δε συσχετίζει τη βαρβαρότητα με την ηθική, την επιστήμη ή την τέχνη , αλλά με την κατοχή μικρότερου ή μεγαλύτερου πλούτου. Οι απόψεις του Άνταμ Σμιθ διατυπώνονται επιγραμματικά στη φράση «laissez faire – laissez passer» (αφήστε τους ανθρώπους να κινούνται ελεύθερα, αφήστε τα αγαθά να διακινούνται ελεύθερα). Ο οικονομικός φιλελευθερισμός εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης, δηλαδή βιοτεχνών, εμπόρων, τραπεζιτών και των πρώτων βιομηχάνων που άρχισαν να παρουσιάζονται σταδιακά, αφού η αστική τάξη στήριζε τη δύναμή της στην ελεύθερη οικονομία και ένιωθε ότι η παρέμβαση του κράτους παρεμπόδιζε τη δική της οικονομική πρόοδο και εξέλιξη.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

1. Οι πρώτες μόνιμες σλαβικές εγκαταστάσεις στην Θράκη


Αυτό το ίδιο έτος, το τρίτο μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστίνου, επί της βασιλείας του Τιβερίου, ο απαίσιος λαός των Σκλαβήνων εξόρμησαν και διέτρεξαν ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων και όλη τη Θράκη, και κυρίευσαν πόλεις και κατέλαβαν πολυάριθμα φρούρια και κατέστρεψαν και πυρπόλησαν και αιχμαλώτισαν τον λαό και οδήγησαν μακριά τους αιχμαλώτους και έγιναν κύριοι όλης της υπαίθρου και κατοικούν σ' αυτή τέσσερα χρόνια τώρα, σαν να είναι δική τους χωρίς φόβο.
Επειδή ο αυτοκράτορας  έχει εμπλακεί σε πόλεμο με τους Πέρσες και έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή , ζουν με την άνεσή τους στη χώρα και κατοικούν σ' αυτή και εξαπλώνονται όσο μακριά τους επιτρέπει ο Θεός, και ερημώνουν και καίουν και αιχμαλωτίζουν, σε τέτοια έκταση που έχουν φτάσει  στα εξωτερικά τείχη της πόλης (δηλαδή τα Μακρά Τείχη της Κωνσταντινούπολης) απ' όπου οδήγησαν μακριά τα κοπάδια αλόγων του αυτοκράτορα, πολλές χιλιάδες στον αριθμό, και ό τι άλλο μπόρεσαν να βρουν. Και ως σήμερα ακόμη, το έτος 895 (=584), στρατοπεδεύουν και κατοικούν εκεί και ζουν ειρηνικά στη ρωμαϊκή επικράτεια, σίγουρα και χωρίς φόβο, και αιχμαλωτίζουν και σκοτώνουν και καίουν.
Και έγιναν βαθύπλουτοι σε χρυσό και ασήμι και κοπάδια αλόγων και απέκτησαν πολλά όπλα και έμαθαν να μάχονται καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ αρχικά δεν ήταν παρά άξεστοι βάρβαροι που δεν τολμούσαν να εμφανισθούν έξω από τα πυκνά τους δάση. Και όσο για τα όπλα δεν ήξεραν ακόμη και τι είναι αυτά, εκτός από δύο-τρία λογχάδια, δηλαδή κοντά δόρατα.
Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ΄μέρος, κεφ. 25, λατ. μετ. Ε. W. Brooks, Λουβαίν 1952 (ανατύπωση της έκδοσης του 1936), 248-249.

Σλάβοι στη βυζαντινή Πελοπόννησο

    Οι Σλάβοι, που οι βυζαντινές πηγές αποκαλούν: Σκλαβηνούς, Σθλαβηνούς, Σκλάβους και Σθλάβους, χωρίζονται στους Ανατολικούς (: Ρώσους, Λευκορώσους, Ουκρανούς), στους Δυτικούς (: Πολωνούς, Τσέχους, Σλοβάκους) και στους Νότιους Σλάβους των Βαλκανίων (: Σλοβένους, Κροάτες, Σέρβους, Βουλγάρους).
    Οι Σλάβοι, που ήρθαν και παρέμειναν μόνιμα στον πελοποννησιακό χώρο, αλλά και σε άλλες ελλαδικές περιοχές, όπως στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θεσσαλία. την Ήπειρο, την Ακαρνανία, την Αττική και αλλού, ήταν λαός γεωργικός και ποιμενικός, τον οποίον χαρακτήριζε η μόνιμη εγκατάσταση. Η καύση των νεκρών, η χειροποίητη κεραμική, η πασσαλόπηκτη ημιυπόγεια οικία, η λεγόμενη poluzemljanka, που αποτελείται από έναν τετράγωνο χώρο σκαμμένον μέσα στη γη, του οποίου η ξύλινη στέγη εφάπτεται στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και η καλλιέργεια της γης με τη μέθοδο της διά πυράς εκχέρσωσης (: slush and burn) είναι κοινά στοιχεία γιο όλον το σλαβικό κόσμο κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ – έστω και με κάποια επιφύλαξη – ότι μερικά από τα πρώτα σλαβικά τοπωνύμια της Πελοποννήσου προέρχονται από τη σημασιολογική σφαίρα της διά πυράς εκχέρσωσης, και σχηματίστηκαν – ίσως - κατά την πρώιμη άφιξη στην περιοχή Σλάβων, που αναζητούσαν εγκαταλειμμένες και χέρσες γαίες για καλλιέργεια.
  Πυρήνας της πρωτοσλαβικής κοινωνίας ήταν η πατριαρχική οικογένεια, που αργότερα απαντά στις πηγές με τον όρο Zadrouga. Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στον πελοποννησιακό χώρο προτιμούσαν ως τόπους διαμονής τις κοιλάδες των ποταμών όπως την Ολυμπία, ή περιοχές κοντά σε έλη, σε υψώματα ή πλαγιές βουνών. Απέφευγαν, στην αρχή τουλάχι- στον, να κατοικήσουν σε ανοικτές πεδιάδες ή στις ακτές κοντά στη θάλασσα. Ο Σλάβος έπηλυς καλλιεργούσε τη γη με τα ίδια αγροτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε και ο γηγενής Έλληνας γεωργός της βυζαντινής υπαίθρου. Έλληνες και ξενόφερτοι αγρότες είχαν μια κοινή μοίρα, καθώς βάσιζαν την ύπαρξη και την ευημερία τους στην ευφορία των αγρών και στην εύνοια της φύσης, που προσπαθούσαν, να δαμάσουν. Η σβάρνα, το αγροτικό αυτό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβώλων της οργωμένης γης. ήταν ασφαλώς γνωστό στον βυζαντινό αγρότη πολύ πριν από την έλευση των Σλάβων. Ο βωλοκόπος, όπως ονομάζεται Ελληνικά η σβάρνα, ήταν ευρύτατα γνωστός στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αφού μάλιστα έχουν σωθεί και περιγραφές του σε γεωπονικά συγγράμματα. Στην εξελιγμένη μορφή του ήταν ένα ορθογώνιο ξύλινο πλαίσιο, στο οποίο είχαν προσαρμοσθεί χοντροί κώνοι από μέταλλο. Η φωνητική μορφή με την οποία είναι απολιθωμένος ο όρος ως γλωσσικό δάνειο στην Ελληνική, μαρτυρεί ότι η λέξη πέρασε στη γλώσσα μας πριν από τις αρχές του 8ου αιώνα, προτού δηλαδή συντελεσθεί η μετάθεση των υγρών συμφώνων στις σλαβικές γλώσσες.
    Τα σλαβικά τοπωνύμια του πελοποννησιακού χώρου δείχνουν - κυρίως - ένα λαό γεωργικό. Τα περισσότερα έχουν σχέση με την ονοματοθεσία του χώρου που ζούσαν, αν δηλαδή ο τόπος τους ήταν πετρώδης (όπως οι Καμενιάνοι Καλαβρύτων), βαλτότοπος ή άνυδρος, δασώδης (όπως η Παλιομπουκοβίνα Ηλείας, κοντά στο δάσος της Κάπελης), βοσκοτόπι ή γεμάτος ιτιές (όπως το Βελβίσκον-Βελβίτσι Πατρών), αν έχει υποστεί εκχέρσωση διά πυράς (όπως η Τοπόριστα και το Ζυγοβίστι Αρκαδίας) ή αν έχει άφθονα πηγαία ύδατα (όπως το Σοποτό Καλαβρύτων). Εξετάζοντας λοιπόν τη σλαβική διείσδυση και παρουσία στην Πελοπόννησο κατά τους μέσους χρόνους, ας δούμε τι στοιχεία μας παρέχουν, εκτός από τα σλαβικά τοπωνύμια, οι ιστορικές πηγές, δηλαδή τα κείμενα, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
    Ο σταδιακός εξελληνισμός των σλαβικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν σε πελοποννησιακά εδάφη συντελέστηκε με τη βοήθεια της Εκκλησίας, που φρόντισε για τον εκχριστιανισμό τους, αλλά και της Πολιτείας, που, με την ανοχή της, τους στρατολογούσε στο βυζαντινά στρατό ως μισθοφόρους, αξίωνε απ’ αυτούς την αναγνώριση της εξουσίας τον Βυζαντινού αυτοκράτορος, την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων και επέβαλλε καταστολή κάθε ανταρσίας.


Πηγή: Άρθρο από το περιοδικό "Αρχαιολογία και Τέχνες" της αρχαιολόγου κ. Α.Μουτζάλη


Η αβαροσλαβική εισβολή και κατάκτηση της Πελοποννήσου (587)



2. Η αβαροσλαβική εισβολή και κατάκτηση της Πελοποννήσου (587)

Σε μια άλλη εισβολή του (ο Χαγάνος των Αβάρων) κατέκτησε ολόκληρη τη Θεσσαλία και ολόκληρη την Ελλάδα και την Παλαιά Ήπειρο και την Αττική και την Εύβοια. Οι Άβαροι εισέβαλαν ορμητικά και στην Πελοπόννησο και την κατέκτησαν με πόλεμο και, αφού εκδίωξαν και εξόντωσαν τους ευγενείς ελληνικούς πληθυσμούς, κατοίκησαν οι ίδιοι σ' αυτή την περιοχή. Όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα φονικά χέρια τους σκορπίσθηκαν σε διαφορετικούς τόπους.
Οι κάτοικοι των Πατρών μεταφέρθηκαν στο Ρήγιο της Καλαβρίας και οι κάτοικοι του Άργους στο νησί Ορόβη, ενώ οι Κορίνθιοι μετοίκησαν στο νησί της Αίγινας. Τότε λοιπόν εγκατέλειψαν το έδαφος της πατρίδας τους και οι Λάκωνες και άλλοι από αυτούς αναχώρησαν για το νησί της Σικελίας, όπου ένα μέρος τους ζει ακόμη, στον τόπο που ονομάζεται Δέμεννα. Αυτοί ονομάζονται Δεμενίτες αντίς Λακεδαιμονίτες και διατηρούν την ιδιαίτερη διάλεκτο των Λακώνων. Ένα άλλο μέρος τους βρήκαν έναν δύσβατο τόπο κοντά στο γιαλό, έχτισαν (εκεί) οχυρή πόλη που την ονόμασαν Μονεμβασία, γιατί είχε μόνο μια "έμβασιν" για τους εισερχόμενους, και κατοίκησαν σ' αυτή μαζί με τον επίσκοπό τους. Οι βοσκοί και οι αγρότες εγκαταστάθηκαν στους κοντινούς κακοτράχαλους τόπους που ονομάστηκαν πρόσφατα Τζακονίες.
Έτσι οι Άβαροι κατέλαβαν και κατοίκησαν την Πελοπόννησο και παρέμειναν σ' αυτή διακόσια δεκαοκτώ χρόνια χωρίς να εξαρτώνται από τον ρωμαίο αυτοκράτορα ή άλλον κύριο, από το έτος 6096 από κτίσεως κόσμου (=587 μ.Χ.), που ήταν το έκτο της βασιλείας του Μαυρικίου, μέχρι το έτος 6313 (= 805) που ήταν το τέταρτο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου του Παλαιού, που είχε γιο το Σταυράκιο.
Cronaca di Monembasia, εκδ. I. Duicev (=Testi, 12), Παλέρμο 1976, 12-16.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Ίδρυση του Βουλγαρικού Κράτους


Οι Βούλγαροι καταδιώκοντας τους Ρωμαίους πέρασαν τον Δούναβη και έφτασαν στη λεγόμενη Βάρνα, κοντά στην Οδησσό (Σημ.: παρευξείνια πόλη με ελληνικό πληθυσμό), και την ενδοχώρα της. Εκεί είδαν ότι ο τόπος ήταν πολύ ασφαλής: προστατευόταν πίσω (βόρεια) από το Δούναβη και μπροστά (νότια) και στα πλάγια (ανατολικά) από τις κλεισούρες (δηλ. τα στενά περάσματα του Αίμου) και τη θάλασσα του Πόντου.
Έτσι οι Βούλγαροι έγιναν κύριοι των γειτονικών σλαβικών φυλών που ονομάζονταν Επτά Γενεές και εγκατέστησαν τους Σεβέρεις, μία από αυτές, στην περιοχή που απλώνεται από την κλεισούρα των Βερεγάβων (Σημ. πιθανώς το πέρασμα Ris) προς τα ανατολικά. Συνάμα τοποθέτησαν τις υπόλοιπες Επτά Γενεές στα νότια και δυτικά της χώρας τους προς την Αβαρία (τη χώρα των Αβάρων).
Έτσι μεγάλωσε η δύναμή τους και άρχισαν να κυριεύουν τα κάστρα που ανήκαν στο Ρωμαϊκό Κράτος. Γι' αυτό ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει ειρήνη μαζί τους και συμφώνησε να τους παρέχει ετήσιο φόρο.
Θεοφάνης, Χρονογραφία, 358-359.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Νέο blog! Όσο υπάρχει ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία ....... θα είμαστε μαζί!Καλή αρχή λοιπόν!