Σάββατο 15 Μαΐου 2010

ENOTHTA 5: Ο ελληνισμός από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα

1.Οι Έλληνες κυριαρχούν στο εμπόριο της Βαλκανικής, σελίδα 23 σχολικού βιβλίου

Η επέκταση του ευρωπαϊκού εμπορίου στην Ανατολή ενίσχυσε τις εμπορικές συναλλαγές της δυτικής Ευρώπης με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Καθώς οι Τούρκοι σταδιοδρομούσαν, κατά παράδοση, στον κρατικό τομέα, Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι διακρίθηκαν στο εμπόριο και στη ναυτιλία. Ιδίως οι Έλληνες καραβοκύρηδες (πλοιοκτήτες) αξιοποίησαν τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774), που επέτρεπε την ελεύθερη κίνηση πλοίων με ρωσική σημαία στα Στενά του Βοσπόρου, και την περιορισμένη παρουσία αγγλικών και γαλλικών πλοίων στη Μεσόγειο, εξαιτίας των ναπολεόντειων πολέμων. Έτσι απέκτησαν τον έλεγχο σημαντικού μέρους του εμπορίου. Βαθμιαία, πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, η Σμύρνη και η Χίος εξελίχθηκαν σε σημαντικά εμπορικά κέντρα με πρωταγωνιστική ελληνική παρουσία, ενώ ενισχύθηκαν και οι ελληνικές παροικίες δηλαδή οι ελληνικές κοινότητες σε πόλεις με μη ελληνικό πληθυσμό. Ο κυρίαρχος ρόλος των Ελλήνων στο βαλκανικό εμπόριο αποτυπώνεται και στο συγκεκριμένο παράθεμα, καθώς αναφέρεται ότι η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του εμπορίου και ότι οι Βαλκάνιοι έμποροι, ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση μιλούν ελληνικά, αφού για να ενσωματωθούν στο απαιτητικό σύστημα των εμπορικών συναλλαγών και των σχετικών με αυτές δραστηριοτήτων, έπρεπε να μάθουν να χειρίζονται τη γλώσσα του εμπορίου, δηλαδή την ελληνική. Επίσης, αναφέρεται ότι ο όρος «Έλληνας» χάνει πλέον την εθνική και γεωγραφική σημασία του και σημαίνει πρώτα απ’όλα «πλανόδιος πωλητής ή έμπορος». Συμπερασματικά, η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στα Βαλκάνια ήταν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των Ελλήνων στο βαλκανικό εμπόριο.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη: Ενότητα 1: Η εποχή του Διαφωτισμού - Επεξεργασία ιστορικών πηγών

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Η εποχή του Διαφωτισμού

1. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης, σελίδα 10 σχολικού βιβλίου
Η βιομηχανική επανάσταση (= δημιουργία μεγάλων εργοστασίων που χρησιμοποιούν μηχανές για την παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων, εκβιομηχάνιση) έδωσε οικονομική διέξοδο σε επιχειρηματίες που διέθεταν κεφάλαια και σε χιλιάδες πρώην αγρότες που, λόγω της εκμηχάνισης (= χρήσης μηχανών) στην αγροτική παραγωγή, είχαν καταφύγει στις πόλεις αναζητώντας κάποιο εισόδημα. Στο συγκεκριμένο παράθεμα γίνεται λόγος για τις εξελιγμένες μηχανές παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων του Άγγλου βιομήχανου Άρκραϊτ. Οι μηχανές αυτές απαιτούν λίγα εργατικά χέρια και μάλιστα μόνο παιδιά που δουλεύουν με την επίβλεψη ενός επιστάτη, αφού οι μηχανές αυτές δε χρειάζονται άτομα με μεγάλη σωματική δύναμη και εξαιρετικές γνώσεις ή δεξιότητες για να λειτουργήσουν (εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, αρκούσε ένας μόνο εργαζόμενος για να δουλέψει τις κλωστικές μηχανές βάμβακος. Το εργατικό δυναμικό του εργοστασίου συμπληρώνουν και γυναίκες, που αμείβονται μόλις με τέσσερις πέντε πένες την ημέρα για εργασία που διαρκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Οι γυναίκες και τα παιδιά, λοιπόν, αποτελούν φθηνή εργατική δύναμη και μπορούν ευκολότερα να ελεγχθούν. Η περίπτωση του εργοστασίου του Άρκραϊτ αντικατοπτρίζει τη γενικότερη πραγματικότητα της εποχής αυτής (τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα) σε ό, τι αφορά τις συνθήκες εργασίας. Είναι φανερό ότι με την εκβιομηχάνιση (στην πρώιμη φάση της βιομηχανικής επανάστασης) αυξήθηκε η ανεργία των εργατών και μάλιστα των ανδρών, αφού το εργατικό δυναμικό αποτελούσαν κυρίως γυναίκες και παιδιά. Επίσης, με δεδομένη την πληθώρα των άνεργων εργατών, που αγωνίζονταν πλέον για την επιβίωσή τους και δέχονταν να εργάζονται με πολύ χαμηλές αμοιβές, τα ημερομίσθια μειώνονταν. Έτσι, τα φτωχότερα εργατικά στρώματα εξαθλιώνονταν ολοένα και πιο πολύ, ενώ παράλληλα οι βιομήχανοι μπορούσαν να αυξάνουν όλο και περισσότερο τα κέρδη τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου εργοστασίου που, όπως αναφέρεται στην πηγή, μέσα σε δέκα έτη, αν και ξεκίνησε πάμπτωχος, κατόρθωσε να αποκτήσει περιουσία που ξεπερνούσε τις είκοσι χιλιάδες λίρες.

2.Ο ορθός λόγος εναντίον της προκατάληψης, σελίδα 11 σχολικού βιβλίου
Ο Ρενέ Ντεκάρτ εγκαινιάζει μια νέα μέθοδο για την προσέγγιση της γνώσης: η συστηματική αμφιβολία είναι ο μόνος δρόμος για την αληθινή γνώση. Συγκεκριμένα, απορρίπτει κάθε δόγμα και προκατάληψη. Βασική αρχή του είναι να μην παραδέχεται τίποτα ως αληθινό, παρά μόνο αν αυτό είναι ολοφάνερα αληθινό. Η βιαστική και άκριτη αποδοχή μιας άποψης, επειδή αυτή επικρατεί μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς όμως να μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι πράγματι αληθινή, δημιουργεί την προκατάληψη. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι για να αποδεχτεί κάτι ως αληθινό, πρέπει να το διερευνήσει με τον ορθό λόγο (= λογική), μέχρι να φτάσει σε βέβαιο συμπέρασμα, δηλαδή να μην έχει οποιαδήποτε αμφιβολία για την αλήθεια του.

3. Διαφωτισμός και πολιτική, σελίδα 11 σχολικού βιβλίου
α. Οι απόψεις του Τζον Λοκ
Ο Τζον Λοκ υποστηρίζει το δικαίωμα της αντίστασης ενός λαού στις ενέργειες του ηγεμόνα του, όταν αυτές στρέφονται εναντίον του. Σύμφωνα με τη θεωρία του «κοινωνικού συμβολαίου», τα άτομα δέχτηκαν να παραχωρήσουν ορισμένες από τις ελευθερίες τους, προκειμένου να συμβιώσουν, και το κράτος εγγυήθηκε αυτή τη συμφωνία, το κοινωνικό συμβόλαιο. Αν το κράτος παραβεί τους όρους αυτού του κοινωνικού συμβολαίου και γίνει τυραννικό, τότε οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της αντίστασης.

β. Οι απόψεις του Ζαν Ζακ Ρουσό
Ο Ζαν Ζακ Ρουσό θεωρεί τους ηγεμόνες υπαλλήλους του λαού και όχι αφέντες του. Υποστήριξε ότι η πολιτική εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια του λαού κι όχι κάποιου ηγεμόνα.

4. Ο Μοντεσκιέ και η διάκριση των εξουσιών, σελίδα 12 σχολικού βιβλίου
Σύμφωνα με τον Μοντεσκιέ, οι φορείς της εξουσίας σε ένα κράτος πρέπει να είναι διαφορετικοί: η εκτελεστική εξουσία πρέπει να ασκείται από το σώμα που εφαρμόζει τους νόμους (κυβέρνηση), η νομοθετική από το σώμα που θεσπίζει νόμους (βουλή) και η δικαστική από εκείνους που ελέγχουν την τήρηση των νόμων (δικαστές). Ο Μοντεσκιέ υποστηρίζει ότι, αν όλες οι εξουσίες ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο, δεν υπάρχει ελευθερία. Πράγματι, αυτός που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του, μπορεί να αυθαιρετεί, αφού δεν μπορεί κανένας άλλος να τον ελέγξει. Με τη νομοθετική εξουσία στα χέρια του, θεσπίζει όποιους νόμους επιθυμεί, με την εκτελεστική εξουσία παίρνει όποιες αποφάσεις θέλει και με τη δικαστική τιμωρεί όποιον θέλει, χωρίς να ελέγχεται αν οι αποφάσεις του είναι δίκαιες ή άδικες. Όταν συμβαίνει αυτό, κάθε πολίτης εξαρτάται απόλυτα από τη θέληση αυτού που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του. Δεν μπορεί, λοιπόν, να κάνει τίποτε άλλο παρά να τον υπακούει. Έτσι, όμως, χάνει την ελευθερία του.

6. Ο Άνταμ Σμιθ και ο οικονομικός φιλελευθερισμός, σελίδα 12 σχολικού βιβλίου
Η κριτική προς τον αυστηρό κρατικό παρεμβατισμό, δηλαδή τον μερκαντιλισμό, εκφράστηκε στον αγγλικό χώρο από τη θεωρία του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο Άνταμ Σμιθ με το έργο του «Έρευνες για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών» υπήρξε εισηγητής του οικονομικού φιλελευθερισμού, που υποστήριζε ότι το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει παρά ελάχιστα στην οικονομική ζωή. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομία, αλλά να διασφαλίζει τις συνθήκες για την απρόσκοπτη (= ανεμπόδιστη) εκτέλεση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, να διασφαλίζει την ειρήνη, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή πορεία της οικονομίας, να ζητά χαμηλούς φόρους ώστε να προσφέρει κίνητρο για οικονομικές δραστηριότητες, και να φροντίζει ώστε η δικαστική εξουσία να είναι ανεκτική απέναντι στους παράγοντες της οικονομικής ζωής. Για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα η παρέμβαση του κράτους δεν κρίνεται αναγκαία, αφού ρυθμίζονται από τη φυσική ροή των πραγμάτων. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη οδηγεί στη βαρβαρότητα. Επομένως, δε συσχετίζει τη βαρβαρότητα με την ηθική, την επιστήμη ή την τέχνη , αλλά με την κατοχή μικρότερου ή μεγαλύτερου πλούτου. Οι απόψεις του Άνταμ Σμιθ διατυπώνονται επιγραμματικά στη φράση «laissez faire – laissez passer» (αφήστε τους ανθρώπους να κινούνται ελεύθερα, αφήστε τα αγαθά να διακινούνται ελεύθερα). Ο οικονομικός φιλελευθερισμός εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης, δηλαδή βιοτεχνών, εμπόρων, τραπεζιτών και των πρώτων βιομηχάνων που άρχισαν να παρουσιάζονται σταδιακά, αφού η αστική τάξη στήριζε τη δύναμή της στην ελεύθερη οικονομία και ένιωθε ότι η παρέμβαση του κράτους παρεμπόδιζε τη δική της οικονομική πρόοδο και εξέλιξη.