Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012
Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012
Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Βαλκανική χερσόνησο της Βυζαντινής περιόδου
Οι σλαβικές επιδρομές αρχίζουν κυρίως στα νότια του Δούναβη και στις κυρίως ελληνικές χώρες απ’ το β΄ τέταρτο του 6ου αιώνα επί Ιουστινιανού και συνεχίζονται επί των διαδόχων του μέχρι το Φωκά και τον Ηράκλειο, μόνο όμως επί του τελευταίου μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη συστηματικής εγκατάστασης εντεύθεν του Δουνάβεως. Είναι πιθανό ότι επί Ιουστινιανού, Τιβερίου και Μαυρικίου παρέμειναν σποραδικά, εδώ κι εκεί, σλαβικοί πληθυσμοί, όπως διαφαίνεται απ’ τα λεγόμενα του Προκοπίου, του Μενάνδρου και του Ιωάννη Εφέσου, στους οποίους, όμως, στη συνέχεια της αφήγησής τους επίσης διαφαίνεται ότι πρόκειται, κατ’ ουσία, για πρόσκαιρες κι όχι μόνιμες εγκαταστάσεις.
Απ’ το α΄ τέταρτο του 7ου αιώνα αρχίζει κυρίως η εγκατάσταση των Σλάβων στη Βαλκανική, συνεχίζεται καθ’ όλο τον 7ο αιώνα και κατά τα μέσα του 8ου αιώνα λαμβάνει χώρα η μεγάλη Σλαβική αποίκιση της Πελοποννήσου, η οποία άλλωστε δεν είναι και η τελευταία, σε σχέση μ’ αυτήν σλαβική επιχείρηση. Κατά το α΄ μισό του 10ου αιώνα επακολουθεί, επί Ρωμανού Λεκαπηνού, και άλλη σλαβική επιδρομή στην Πελοπόννησο του Τσάρου Σαμουήλ, κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα επί του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου.
Η αφομοίωση και ο εκβυζαντινισμός των Σλάβων της Βαλκανικής πρέπει να ιδωθεί και να μελετηθεί σε σχέση με την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική απέναντί τους. Το σύστημα της ενισχύσεως του φθίνοντος πληθυσμού κάποιας περιφέρειας με εποικισμούς, εκούσιους ή ακούσιους και βίαιους, αποτέλεσε στο Βυζάντιο πρόχειρο μέσο δημογραφικής πολιτικής. Είναι πιθανό ότι οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν επιτόπιες κινήσεις των σλαβικών φύλων και διευκόλυναν, ίσως, σε μερικές περιπτώσεις την μονιμότερη εγκατάστασή τους.
Πηγή: Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, "Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Βαλκανική χερσόνησο της Βυζαντινής περιόδου": http://www.matia.gr/7/78/7806/7806_1_05.html
Αβαροσλαβικές επιδρομές του ΣΤ΄ και του Ζ΄ αιώνα
Όπως είναι γνωστό, ο ΣΤ΄ αιώνας υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολος για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ειδικότερα για τις βαλκανικές επαρχίες της. Και τούτο γιατί, ενώ οι Βυζαντινοί πολεμούσαν με τους Πέρσες στην Ανατολή και προσπαθούσαν να επιτύχουν την reconquista στη Δύση, χρειάσθηκε ταυτόχρονα να ελέγξουν την έντονη επιθετική δραστηριότητα των ουννικών και σλαβικών φύλων, που με τις ληστρικές επιδρομές τους ταλαιπωρούσαν και την Μακεδονία. Η κατάσταση στη Βαλκανική επιδεινώθηκε στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565), με την εμφάνιση των εμπειροπόλεμων Αβάρων. Λαός ασιατικός, κινήθηκε προς τον ευρωπαϊκό χώρο ιδρύοντας ένα ισχυρό κράτος, που εκτείνονταν από τον Δούναβη έως τον Δνείπερο και τη Βαλτική και άρχισε να λεηλατεί τις βόρειες επαρχίες της αυτοκρατορίας, με τη βοήθεια σλαβικών φύλων που είχε υποτάξει.
Την εποχή αυτή ο Αυτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602), απασχολημένος με τους Πέρσες στο Ανατολικό Μέτωπο, δεν μπορούσε να αποκρούσει τους Αβαροσλάβους με τα όπλα και αναγκάσθηκε να καταβάλλει ετήσιο φόρο, για να εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή. Όταν όμως το 591 οι Βυζαντινοί συνήψαν ειρήνη με τους Πέρσες, ο Μαυρίκιος μετέφερε τις δυνάμεις του στη Βαλκανική, οι οποίες, αφού πέρασαν τον Δούναβη, αιφνιδίασαν τους Σλάβους και κέρδισαν «περιφανή των Ρωμαίων νίκην». Δυστυχώς όμως για την αυτοκρατορία και τους κατοίκους της περιοχής, η πτώση του Μαυρικίου και η άνοδος του Φωκά (602-610) ανέτρεψε τις ισορροπίες. Ο Βυζαντινοπερσικός Πόλεμος ξανάρχισε, οι Αβαροσλάβοι εισέβαλαν ανενόχλητοι και αφού κατέλαβαν πόλεις στις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και Σερβίας, έφθασαν το 597 μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Γύρω από τις προσπάθειες των Θεσσαλονικέων να αμυνθούν την εποχή αυτή κατά των εχθρών τους, έχει δημιουργηθεί μία πλούσια παράδοση με κεντρικό ήρωα τον «μυροβλήτην, καλλίνικον και φιλόπατριν Δημήτριον», που επεμβαίνει και σώζει την πόλη από τους επιδρομείς. Η παράδοση αυτή σώζεται μέχρι σήμερα στο αγιολογικό κείμενο των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου», συλλογή πανηγυρικών λόγων που εκφωνήθηκαν από μητροπολίτες στη Θεσσαλονίκη με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Δημητρίου και αποτελούν τη μόνη πηγή που αναφέρεται στις πολιορκίες της Θεσσαλονίκης από τους Αβαροσλάβους. Αξίζει να σημειωθεί ότι σκοπός των αφηγήσεων των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» δεν είναι η καταγραφή των γεγονότων. Στόχευαν μόνον να τονίσουν ότι «εκ θεού καί ουκ άλλοθεν η σωτηρία τότε τη πόλει γεγένητο». Είναι άλλωστε γνωστό πόσο δύσκολη είναι η αναζήτηση της ιστορικής αληθείας σε αγιολογικά κείμενα. Το κείμενο των «Θαυμάτων» παρουσιάζει πρόσθετες δυσκολίες, γιατί περιγράφει γεγονότα του ΣΤ΄ και του Ζ΄ αιώνος, τα οποία δεν αναφέρονται σε καμία από τις ελάχιστες πηγές της εποχής.
Κατά τον ΣΤ΄ και κυρίως κατά τον Ζ΄ αιώνα, οι Άβαροι και οι Σλάβοι προσπάθησαν πέντε φορές να καταλάβουν την πόλη του Αγίου Δημητρίου. Η πρώτη επίθεση πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 597 και κατά την μαρτυρία των «Θαυμάτων», ήταν η πρώτη φορά που οι Θεσσαλονικείς είδαν από κοντά τους Αβαροσλάβους, μαρτυρία που ανατρέπει την υπόθεση ότι οι Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή πριν από τα τέλη του ΣΤ΄ αιώνος. Παρά τον υπερβολικό αριθμό των 100.000 που αναφέρει η πηγή, η πόλη αμύνεται με επιτυχία και με την θαυματουργική επέμβαση του μυροβλήτη πολιούχου της, ο οποίος εμφανίζεται «εν οπλίτου σχήματι» και γκρεμίζει «τόν πρώτον (βάρβαρον) ανιόντα διά της κλίμακος… λόγχη πλήξας», αναγκάζει τον Χαγάνο των Αβάρων Βαϊανό να λύσει την επταήμερη πολιορκία και να επιστρέψει στη βάση του, πέρα από τον Δούναβη.
Η δεύτερη απόπειρα έγινε το 604, στα χρόνια του Φωκά (602-610), παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Οι ολιγάριθμοι την φορά αυτή Αβαροσλάβοι (5.000) έφθασαν απαρατήρητοι και θα επετύγχαναν ίσως να αιφνιδιάσουν τους Θεσσαλονικείς, που γιόρταζαν συγκεντρωμένοι στο ναό του πολιούχου. Όμως, ο «σωσόπολις» Δημήτριος ενέπνευσε έναν βυζαντινό αξιωματούχο να στείλει τους πολίτες ενόπλους στα τείχη και έτσι ο αιφνιδιασμός απέτυχε. Την επόμενη μέρα, μόλις διεπίστωσαν πόσο λίγοι ήταν οι επιδρομείς, οι Θεσσαλονικείς επεχείρησαν έξοδο και κατεδίωξαν τους Αβαροσλάβους.
Περισσότερο οργανωμένη και επικίνδυνη υπήρξε η τρίτη απόπειρα, το 615 (δηλαδή την εποχή του Ηρακλείου (610-641), σλαβικών ομάδων που είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη από την θάλασσα με τα αναρίθμητα μονόξυλά τους, ενώ οι οικογένειές τους περίμεναν με όλα τα υπάρχοντά τους στον γειτονικό κάμπο, για να εγκατασταθούν στην πόλη μετά την άλωσή της. Την αυγή της τετάρτης ημέρας μετά την άφιξή τους, οι Σλάβοι επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη με έφοδο. Όμως ενώ οι μάχες μαινόταν στα θαλάσσια τείχη, εμφανίσθηκε ο Άγιος Δημήτριος «χλαμύδα λευκήν φορών» να περπατεί στα τείχη και πάνω στη θάλασσα και να προκαλεί «άνεμον εξωτικόν», ο οποίος έπνευσε στον κόλπο και συνέτριψε τα μονόξυλα των πολιορκητών, βάφοντας «τήν θάλατταν πάσαν τω των βαρβάρων αίματι». Χάρη λοιπόν στον ηρωϊσμό των Θεσσαλονικέων και στον νοτιοδυτικό άνεμο που φύσηξε την κρίσιμη στιγμή, η Θεσσαλονίκη απέφυγε για μία ακόμη φορά την άλωση και την καταστροφή.
Το καλοκαίρι του 618, οι Αβαροσλάβοι επιχείρησαν εκ νέου να καταλάβουν τη νύμφη του Θερμαϊκού. Εξοπλισμένοι με πολιορκητικές μηχανές, προσπάθησαν επί τριάντα τρεις ημέρες να καταστρέψουν τα τείχη. Την πόλη έσωσε τελικά ο ηρωϊσμός των κατοίκων της και η απειρία των Αβαροσλάβων στη χρήση των πολιορκητικών μηχανών. Το εγχείρημα επανέλαβαν δύο χρόνια αργότερα, όταν η Θεσσαλονίκη υπέστη μεγάλες καταστροφές από ισχυρό σεισμό. Ούτε όμως και τώρα μπόρεσαν να καταλάβουν την πόλη. Αυτή μάλιστα ήταν η τελευταία φορά που οι Άβαροι και οι Σλάβοι πολιόρκησαν από κοινού την Θεσσαλονίκη, γιατί οι Άβαροι, μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, το 626, παύουν να απειλούν το Βυζάντιο.
Η τελευταία και ίσως η πιο επικίνδυνη απόπειρα κατά της Θεσσαλονίκης έλαβε χώρα το 676-678, όταν σλαβικές ομάδες που είχαν εγκατασταθεί στην ευρύτερη περιοχή, προσπάθησαν να την καταλάβουν. Οι Θεσσαλονικείς αμύνονται σθεναρά, ενισχυμένοι από την πίστη τους στον μυροβλήτη Δημήτριο που «εν οπλίτου σχήματι» επενέβαινε τις κρίσιμες ώρες για να σώσει την πόλη. Και η πίστη τους αυτή, νομίζω, καθόριζε την διαφορά ανάμεσα στην σθεναρή άμυνα και τον πανικό που θα τους οδηγούσε στην ήττα και την καταστροφή. Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Δ΄ (668-685) δεν μπορούσε να βοηθήσει τη Συμβασιλεύουσα, γιατί την εποχή εκείνη η ίδια η Κωνσταντινούπολη πολιορκείτο από τους Άραβες. Όμως αμέσως μετά τη συντριβή των αραβικών δυνάμεων λύεται και η πολιορκία της Θεσσαλονίκης, γιατί ο αυτοκράτορας έστρεψε την προσοχή και τις δυνάμεις του και αντιμετώπισε δυναμικά τους «επαναστάτες» Σλάβους.
Όπως είναι γνωστό, το βυζαντινό κράτος ήταν υπερεθνικό και αντιμετώπιζε με τα όπλα τους ξένους λαούς, μόνον όταν εκείνοι έρχονταν ως επιδρομείς. Αντίθετα, ανεχόταν και πολλές φορές ευνοούσε την εγκατάσταση ξένων λαών στα εδάφη του, όταν ζητούσαν την άδεια του αυτοκράτορος. Από τις ασαφείς πληροφορίες των πηγών της εποχής, φαίνεται ότι έχουμε δύο κατηγορίες σλαβικών εγκαταστάσεων:
α΄) στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, πέρα από τον Δούναβη, παρατηρείται μία σχετικά συμπαγής εγκατάσταση Σλάβων, της οποίας οι ομάδες ήταν ανεξάρτητες και αυτόνομες και δεν είχαν καμία δέσμευση προς τον αυτοκράτορα.
β΄) Αντίθετα, άλλες σλαβικές ομάδες εκμεταλλεύθηκαν τη γενική αναταραχή που δημιούργησαν οι επιδρομές τους στη Βαλκανική, κατέβηκαν νοτιότερα και σχημάτισαν νησίδες μονίμων εγκαταστάσεων στο βυζαντινό έδαφος, τις «σκλαβηνίες», πληρώνοντας «πάκτα», δηλαδή φόρο υποτελείας.
α΄) στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, πέρα από τον Δούναβη, παρατηρείται μία σχετικά συμπαγής εγκατάσταση Σλάβων, της οποίας οι ομάδες ήταν ανεξάρτητες και αυτόνομες και δεν είχαν καμία δέσμευση προς τον αυτοκράτορα.
β΄) Αντίθετα, άλλες σλαβικές ομάδες εκμεταλλεύθηκαν τη γενική αναταραχή που δημιούργησαν οι επιδρομές τους στη Βαλκανική, κατέβηκαν νοτιότερα και σχημάτισαν νησίδες μονίμων εγκαταστάσεων στο βυζαντινό έδαφος, τις «σκλαβηνίες», πληρώνοντας «πάκτα», δηλαδή φόρο υποτελείας.
Ας μη θεωρηθεί ότι οι αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη έμεναν αδιάφοροι και εγκατέλειπαν την Μακεδονία και την πρωτεύουσά της στην τύχη της. Αντίθετα και βυζαντινές φρουρές υπήρχαν σε όλες τις πόλεις της Μακεδονίας -ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη- αλλά και εκστρατείες εναντίον των Σλάβων έγιναν. Το 658 ο Κώνστας ο Β΄ «επεστράτευσεν κατά Σκλαβηνίας καί ηχμαλώτευσε πολλούς καί υπέταξεν», ο Ιουστινιανός ο Β΄ το 688, ο οποίος κατενίκησε τους Σλάβους και πολλούς από αυτούς μετοίκησε και εγκατέστησε στο μικρασιατικό Θέμα του Οψικίου και τέλος στην εποχή της Ειρήνης (783), ο «λογοθέτης του δρόμου» Σταυράκιος, αφού νίκησε τους Βουλγάρους και τους Σλάβους στη Θράκη, «κατελθών επί Θεσσαλονίκην καί Ελλάδα υπέταξε πάντας καί υποφόρους εποίησε τη βασιλεία».
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, σλαβικές ομάδες είχαν ήδη έλθει από τις αρχές του Ζ΄ αιώνος στη Μακεδονία και τη Θράκη και είχαν δημιουργήσει εγκαταστάσεις σε ελώδεις ή ημιορεινές περιοχές, τις οποίες οι Βυζαντινοί ονομάζουν σκλαβηνίες. Τέτοιες ομάδες ή φύλα ήταν οι Δρουγουβίται και Σαγουδάτοι, που ζούσαν μεταξύ Βεροίας και Μοναστηρίου, οι Βελεγεζίτες στην περιοχή της Δημητριάδος στη Θεσσαλία, οι Στρυμονίτες στις ορεινές περιοχές του Στρυμόνα, οι Ρηγχίνοι κοντά στη Ρεντίνα και οι Σμολεάνοι στα ορεινά της Ροδόπης. Οι ομάδες αυτές ήταν ανεξάρτητες και είχαν δικούς τους άρχοντες (ρήγες). ήταν όμως υποχρεωμένες να πληρώνουν φόρους στο βυζαντινό κράτος, λόγος άλλωστε για τον οποίο και συχνά επαναστατούσαν. Τότε επενέβαινε ο βυζαντινός στρατός και τις επανέφερε στην τάξη.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι σχέσεις των Σλάβων που ήταν εγκατεστημένοι στα εδάφη της αυτοκρατορίας, άρχισαν να γίνονται φιλικές. Οι νεοφερμένοι άρχισαν να αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις και σταδιακά να αποδέχονται και να μιμούνται τον τρόπο ζωής των Βυζαντινών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του «Ρηγός» των Ρυγχίνων Περβούνδου, ο οποίος ντυνόταν όπως οι Βυζαντινοί, μιλούσε ελληνικά, συναναστρεφόταν πλουσίους Θεσσαλονικείς και -το κυριώτερο- προτιμούσε να ζει στην πόλη του Θερμαϊκού και όχι με τους υπηκόους του. Έτσι, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι με τον καιρό ο υπέρτερος βυζαντινός πολιτισμός ελκύει τους Σλάβους, οι οποίοι τελικά εκχριστιανίζονται «θείω βαπτίσματι δεξάμενοι» και εντάσσονται στην βυζαντινή κοινωνία.
Οι αβαροσλαβικές επιδρομές και η επιτυχής άμυνα που αντέταξε η μακεδονική πρωτεύουσα αποτελούν βέβαια τα σημαντικότερα γεγονότα του ΣΤ΄ και του Ζ΄ αιώνος στην ιστορία της περιοχής. Υπάρχει όμως και κάτι εξίσου σημαντικό, που πρέπει να τονισθεί ιδιαιτέρως. Το γεγονός ότι με την σωτηρία της Θεσσαλονίκης διασώζεται και διατηρείται μία πολιτιστική παράδοση αιώνων, μία παράδοση που σίγουρα θα είχε διαταραχθεί, εάν οι Σλάβοι κατελάμβαναν την πόλη του Αγίου Δημητρίου. Είναι βέβαια φυσικό ότι οι συνεχείς αγώνες για την επιβίωση της πόλεως την περίοδο αυτή δεν προσέφεραν το ευνοϊκότερο περιβάλλον για πνευματικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Όμως τα αποθέματα γνώσεως και πολιτισμού που αιώνες τώρα είχαν συσσωρευθεί στη Θεσσαλονίκη, ήταν αρκετά για να επιτρέψουν στην πόλη να ακτινοβολήσει το φως της και να διαδραματίσει -τον Θ΄ κυρίως αιώνα- πρωταρχικό ρόλο στον εκπολιτισμό και εκχριστιανισμό των Σλάβων που κατοικούσαν έξω από τα όρια της αυτοκρατορίας. Στο ζήτημα όμως αυτό θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Πηγή: Θεόδωρος Κορρές, "Βυζαντινή Μακεδονία", Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:
http://www.imma.edu.gr/imma/history/04.html#toc002
Πηγή: Θεόδωρος Κορρές, "Βυζαντινή Μακεδονία", Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:
http://www.imma.edu.gr/imma/history/04.html#toc002
Ίδρυση του βουλγαρικού κράτους. Βυζαντινοβουλγαρικοί Πόλεμοι (680-820)
Τις μεταβολές στο υπάρχον διοικητικό σύστημα της βυζαντινής Μακεδονίας φαίνεται ότι υπαγόρευσαν οι συνθήκες που επικράτησαν μετά την άφιξη και εγκατάσταση στην Βορειοανατολική Θράκη ενός νέου λαού, των Βουλγάρων, ο οποίος κατέστη ο σημαντικότερος εχθρός των Βυζαντινών.
Περί τα μέσα του Ζ΄ αιώνος, βουλγαρικά φύλα με αρχηγό τον Ασπαρούχ εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα του δέλτα του Δούναβη και άρχισαν να ενοχλούν με ληστρικές επιδρομές τις όμορες βυζαντινές επαρχίες. Ο Κωνσταντίνος ο Δ΄ (668-685) πέρασε με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, το 680, τον Δούναβη και προσπάθησε να συγκρουσθεί με τους Βουλγάρους. Όμως, η ελώδης περιοχή δεν επέτρεψε στους Βυζαντινούς να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους και να επιτύχουν μία γρήγορη νίκη. Ο αυτοκράτορας αρρώστησε και η αποχώρησή του προκάλεσε την άτακτη υποχώρηση του συνόλου του στρατού του. Οι Βούλγαροι τους κατεδίωξαν, πέρασαν τον Δούναβη και ενώ οι Βυζαντινοί έφευγαν πανικόβλητοι «μηδενός διώκοντος», όπως αναφέρουν οι πηγές, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βάρνας, αφού υπέταξαν τα σλαβικά φύλα που ζούσαν στην περιοχή. Από τη νέα τους βάση, οι Βούλγαροι άρχισαν να ενοχλούν με επιδρομές τις πόλεις και τα φρούρια της περιοχής. Μάταια ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αποκρούσει τους νέους εχθρούς. τελικά αναγκάσθηκε να εξαγοράσει την ειρήνη που δεν μπορούσε να επιβάλλει με τα όπλα.
Το 685 ανεβαίνει στον βυζαντινό θρόνο, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου του Δ΄, ο γιος του Ιουστινιανός ο Β΄ (685-695), ο οποίος νέος, άπειρος και φιλόδοξος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να ανεχθεί την πληρωμή ετησίου φόρου προς τους Βουλγάρους. Έτσι, το 688 προήλασε κατά των Βουλγάρων και των Σλάβων στη Θράκη νοτίως του Αίμου, τους νίκησε και μετά στράφηκε νοτιοδυτικά προς την Θεσσαλονίκη, νικώντας και υποτάσσοντας όσους Σλάβους είχαν επαναστατήσει. Όταν όμως πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς την Βασιλεύουσα, πιθανώς στα στενά της Φιλιππουπόλεως ή του Ρούπελ έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων και «εν τω στενώ της κλεισούρας μετά σφαγής του οικείου λαού καί τραυματίας πολλής μόλις αντιπαρελθείν ηδυνήθη». Εξίσου άτυχη για τους Βυζαντινούς στάθηκε και η επόμενη εκστρατεία του Ιουστινιανού του Β΄ κατά των Βουλγάρων κοντά στην Αγχίαλο, το 708, στη διάρκεια της δεύτερης βασιλείας του (705-711).
Άσπονδοι εχθροί των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βλάψουν την αυτοκρατορία. Έτσι, όταν το 719 εκδηλώθηκε κίνημα του εξορίστου στη Θεσσαλονίκη τέως Αυτοκράτορος Αρτέμιου-Αναστασίου κατά του Λέοντος του Γ΄ (717-741), οι Βούλγαροι συνέπραξαν με τον κινηματία. Βέβαια, οι προσδοκίες τους για την πρόκληση εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Βυζαντινών δεν ευοδώθηκαν, γιατί ο Λέων ο Γ΄ κατέπνιξε το κίνημα στα πρώτα του στάδια.
Η βυζαντινοβουλγαρική αντιπαράθεση συνεχίζεται και στα χρόνια του διαδόχου του Λέοντος του Γ΄, του Κωνσταντίνου Ε΄ (741-775). Το 746 ξέσπασε φοβερός λοιμός, ο οποίος, προερχόμενος από την Σικελία, εξαπλώθηκε γρήγορα στην Κυρίως Ελλάδα, στα νησιά και τέλος έφθασε το 747 στην Κωνσταντινούπολη. Οι περιοχές της Θράκης και της Βασιλευούσης χτυπήθηκαν άσχημα από τον λοιμό και ερημώθηκαν από κατοίκους. Γι' αυτό λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να εποικήσει τις περιοχές μεταφέροντας κατοίκους από τη Συρία, την Αρμενία αλλά και «εκ των νήσων καί Ελλάδος», για να προλάβει τις επεκτατικές διαθέσεις των Βουλγάρων. Οι Βούλγαροι όμως αντέδρασαν, εισέβαλαν στη Θράκη και έφθασαν μάλιστα έως τα προάστεια της Κωνσταντινουπόλεως. Πριν στραφεί κατά των Βουλγάρων, ο αυτοκράτορας εξεστράτευσε το 758 στο Θέμα Μακεδονίας και υπέταξε όλες τις επαναστατημένες σκλαβηνίες της περιοχής. Το 759, μετά από αμφίρροπες επιχειρήσεις, ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ κατάφερε να συντρίψει τους Βουλγάρους σε μάχη κοντά στο Φρούριο των Μαρκελλών και να τους εξαναγκάσει να ζητήσουν ειρήνη, η οποία όμως δεν διήρκεσε για πολύ.
Τρία χρόνια αργότερα, το 762, ο νέος αρχηγός των Βουλγάρων Τελέτζης επανέλαβε τις επιδρομές κατά της αυτοκρατορίας και ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ εξεστράτευσε εναντίον του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στην Αγχίαλο, το καλοκαίρι του 763 και οι Βούλγαροι υπέστησαν συντριπτική ήττα, γεγονός που ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ το εόρτασε με λαμπρό θρίαμβο στον ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως. Παρά τις ήττες που είχαν υποστεί όμως, οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν να αποτελούν τον σημαντικότερο εχθρό της αυτοκρατορίας στη Βαλκανική και στη Μακεδονία ειδικότερα και όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα εξακολουθήσουν μέχρι τον ΙΑ΄ αιώνα να απειλούν τις πολύπαθες βόρειες βυζαντινές επαρχίες.
Ο επόμενος κύκλος Βυζαντινοβουλγαρικού Πολέμου αρχίζει στην βόρεια περιοχή του Στρυμόνα, το 809, όταν οι Βούλγαροι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στα βυζαντινά στρατεύματα την ώρα της πληρωμής τους και αφού κατέσφαξαν αξιωματικούς και στρατιώτες, έφυγαν συναποκομίζοντας και το ταμείο που περιείχε 1.100 λίτρες χρυσού. Τον ίδιο χρόνο οι Βούλγαροι, με αρχηγό τον Κρούμο, κατέλαβαν με προδοσία την Σαρδική (Σόφια), αναγκάζοντας τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο τον Α΄ (802-811) να στραφεί εναντίον τους μόλις οι περιστάσεις το επέτρεψαν. Πράγματι, το καλοκαίρι του 811, επικεφαλής των θεματικών στρατευμάτων ο αυτοκράτορας πέρασε τον Αίμο και εισέβαλε στη Βουλγαρία. Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους, οι Βυζαντινοί παγιδεύθηκαν τελικά από τον Κρούμο και υπέστησαν συντριπτική ήττα με μεγάλες απώλειες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο ίδιος ο Αυτοκράτωρ Νικηφόρος ο Α΄. Ο πόλεμος συνεχίζεται και επί των διαδόχων του Νικηφόρου στις πεδιάδες της Ανατολικής Θράκης αλλά και με επιδρομές και λεηλασίες πόλεων του Θέματος Μακεδονίας μέχρι το φθινόπωρο του 813, που ο Λέων ο Ε΄ (813-820) καταφέρνει να αιφνιδιάσει και να καταστρέψει τον βουλγαρικό στρατό κοντά στη Μεσημβρία. Λίγους μήνες αργότερα, πεθαίνει ο ικανός Ηγεμόνας των Βουλγάρων Κρούμος και το Βυζάντιο ησυχάζει για λίγο από τους επικίνδυνους βόρειους γείτονές του.
Πηγή: Θεόδωρος Κορρές, "Βυζαντινή Μακεδονία", Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:
http://www.imma.edu.gr/imma/history/04.html#toc004
Πηγή: Θεόδωρος Κορρές, "Βυζαντινή Μακεδονία", Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:
http://www.imma.edu.gr/imma/history/04.html#toc004
Σλάβοι στη βυζαντινή Πελοπόννησο
Τι ακριβώς συνέβη στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο της καθόδου και εγκατάστασης των Σλάβων: «Εσθλαβώθη δέ πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος», όπως μας πληροφορεί στο Περί Θεμάτων του ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ή αναγράφεται στο Περί Κτίσεως τής Μονεμβασίας Χρονικό, η Πελοπόννησος πλημμύρισε από Σλάβους επιδρομείς, που εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της, αφού προηγουμένως έδιωξαν από εκεί τον αυτόχθονα πληθυσμό: «Οι δή και έν Πελοποννήσω έφορμήσαντες πολέμω ταύτην είλον και εκβαλόντες τα ευγενή και ελληνικά έθνη και καταφθείραντες κατώκησαν αυτοί εν αυτή, Οι δε τας μιαιφόνους αυτών χείρας δυνηθέντες εκφυγείν άλλος άλλαχή διεσπάρησαν. Και η μεν των Πατρών πόλις μετωκίσθη εν τη των Καλαβρών χώρα τού Ρηγίου, οι δε Αργείοι εν τη νήσω τη καλουμένη Όρόβη, οι δε Κορίνθιοι εν τη νήσω τη καλουμένη Αιγίνη μετώκησαν»… Σύμφωνα με το Χρονικό, οι Σπαρτιάτες κατέφυγαν στη Τσακωνιά, τη Μονεμβασιά και τη Σικελία, ενώ οι Σλάβοι έμειναν στην Πελοπόννησο αυτόνομοι για 218 έτη.
Πόση αλήθεια άραγε και πόση υπερβολή υπάρχει σ’ αυτά τα κείμενα; Αλλά πριν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα ας εξετάσουμε τα αρχαιολογικά τεκμήρια της καθόδου και της εγκατάστασης των Σλάβων στην Πελοπόννησο, αρχίζοντας από την Ολυμπία, έναν αρχαίο, πανελλήνιο τόπο λατρείας, που υπήρξε και αξιόλογος πρωτοβυζαντινός οικισμός. Η φυσική θέση της κοιλάδας της Ολυμπίας στις εκβολές του Κλαδεού ποταμού και πάνω στους ποτάμιους άξονες της αρχαίας Πισάτιδος, εξασφάλιζε ευνοϊκές συνθήκες για αγροτικές καλλιέργειες και ανάπτυξη. Τα χειροποίητα τεφροδόχα αγγεία με καύσεις νεκρών που βρέθηκαν στην Ολυμπία είναι το μόνο, μέχρι στιγμής αδιάψευστο, τεκμήριο της παρουσίας των Σλάβων στην Πελοπόννησο. Από τα ευρήματα αυτά προκύπτει ότι κοντά στον παλαιοχριστιανικό οικισμό της Ολυμπίας, ο οποίος επιβίωσε τουλάχιστον ως τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, οι οποίοι την πρώτη περίοδο διατήρησαν την παλαιά τους συνήθεια να καίνε τους νεκρούς τους και να τους τοποθετούν σε χειροποίητες τεφροδόχους.
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012
Πηγές 1,2,3
Πηγή 1
Πηγή 2
Πηγή 3
Ο Αμερικανός εθελοντής στην Ελλάδα George Jarvis γράφει προς το Φιλελληνικό κομιτάτο της Βοστώνης στις 6/18 Ιανουαρίου 1825
Ο Γερμανός αξιωματικός Adolph von Lübtow γράφει για τη συμπεριφορά κάποιων εθελοντών
«Πολλοί έρχονταν αναζητώντας θέσεις ανώτερες από κείνες που θα αποχτούσαν στην πατρίδα τους. Ήταν εφοδιασμένοι με τίτλους, πλαστογραφημένους τις περισσότερες φορές από τους ίδιους. Ένας απ’αυτούς έλεγε ότι παράτησε μια ευτυχισμένη σταδιοδρομία, άλλος ισχυριζόταν πως δεν δέχτηκε ένα πύργο που του πρόσφεραν ή ότι απέρριψε ένα στέμμα. Μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν στην Ελλάδα. Φυσικά, για όλες αυτές τις θυσίες έπρεπε να αποζημιωθούν. Ένας ήθελε να ιδρύσει εργοστάσιο βυρσοδεψίας και ζητούσε 2000 γρόσια σε μια εποχή που τα ελληνικά στρατεύματα δεν είχαν ούτε ψωμί, άλλος πρότεινε τη δημιουργία βιομηχανίας πορσελάνης».
Der Hellenen Freiheitskampf im Jahre 1822. Aus dem Tagebuch des Hern A. v. L. Kampfgenossen des Generals Graffen von Normann. Bearbeitet von Ludwig von Bollman, Bern 1823, σ. 35, Κυριάκου Σιμόπουλου, "Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, Πρώτος τόμος 1821-1822, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999
Πηγή 2
Ο George Finlay, Σκωτσέζος ιστορικός και φιλέλληνας που έγραψε και την "Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης", το 1842 σε ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο "Blackwood's Edinburgh Magazine γράφει για κάποιους Γερμανούς εθελοντές που συνάντησε ενώ βρισκόταν το 1823 στη Γερμανία:
«Κουβέντιασα με πολλούς Γερμανούς, που είχαν επιστρέψει από την Ελλάδα. Είχε σβήσει η φλόγα του ενθουσιασμού και όλοι διεκτραγωδούσαν την αγνωμοσύνη της ελληνικής φυλής. Κατάλαβα πως έδιναν στις αφηγήσεις τους ένα ζοφερό χρώμα επειδή είχαν ναυαγήσει οι χιμαιρικές ελπίδες τους να γίνουν ήρωες σε έξι μήνες ή πλούσιοι σε έξι βδομάδες. Ο Γερμανός που μεταναστεύει για να λύσει τα προβλήματά του είναι πιο ανυπόμονος και πιο ακόρεστος από κάθε άλλο τυχοδιώκτη. Και είχαν γυρίσει με άδεια στομάχια ….».
An adventure during the Greek Revolution, "Blackwood's Edinburgh Magazine, τ. 32 (1842), σ. 668,
Κυριάκου Σιμόπουλου, "Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, Πρώτος τόμος 1821-1822, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999
Πηγή 3
Ο Αμερικανός εθελοντής στην Ελλάδα George Jarvis γράφει προς το Φιλελληνικό κομιτάτο της Βοστώνης στις 6/18 Ιανουαρίου 1825
«Ντροπή σε κείνους που ήρθαν και έζησαν στην Ελλάδα και ενώ ήξεραν και έπρεπε να ξέρουν την πραγματική κατάσταση, αντί να εκθέσουν την αλήθεια, γέμισαν τον κόσμο με τις ψευδολογίες τους, για να παρασύρουν και άλλους εναντίον των Ελλήνων, για να εξαφανίσουν κάθε πραγματικό φίλο της Ελλάδας, με μοναδικό σκοπό να προωθήσουν τα δικά τους αποτρόπαια σχέδια. Τι καλό μπορείς να περιμένεις από τέτοιους ανθρώπους; Ήρθαν με το πρόσχημα να βοηθήσουν τους Έλληνες αλλά στην πραγματικότητα για να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Για το προσωπικό τους συμφέρον, αποκλειστικά, γι’ αυτό ήρθαν στην Ελλάδα. Τους ακολούθησαν καινούργιοι κι ο ένας κοντά στον άλλο βυθίζονταν στην άβυσσο της δυστυχίας. Σ’ αυτή την άβυσσο έπεφταν από τις κακές εισηγήσεις των Κομιτάτων»
Letters from Greece, Γεννάδειος, ind 756, σ.13-14, Κυριάκου Σιμόπουλου,
"Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, Πρώτος τόμος 1821-1822, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012
Οι επιδρομές Σλάβων και Αβάρων στα εδάφη του Βυζαντίου
1.Οι πρώτες μόνιμες σλαβικές εγκαταστάσεις στην Θράκη
Αυτό το ίδιο έτος, το τρίτο μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστίνου, επί της βασιλείας του Τιβερίου, ο απαίσιος λαός των Σκλαβήνων εξόρμησαν και διέτρεξαν ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων και όλη τη Θράκη, και κυρίευσαν πόλεις και κατέλαβαν πολυάριθμα φρούρια και κατέστρεψαν και πυρπόλησαν και αιχμαλώτισαν τον λαό και οδήγησαν μακριά τους αιχμαλώτους και έγιναν κύριοι όλης της υπαίθρου και κατοικούν σ' αυτή τέσσερα χρόνια τώρα, σαν να είναι δική τους χωρίς φόβο.
Επειδή ο αυτοκράτορας έχει εμπλακεί σε πόλεμο με τους Πέρσες και έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή , ζουν με την άνεσή τους στη χώρα και κατοικούν σ' αυτή και εξαπλώνονται όσο μακριά τους επιτρέπει ο Θεός, και ερημώνουν και καίουν και αιχμαλωτίζουν, σε τέτοια έκταση που έχουν φτάσει στα εξωτερικά τείχη της πόλης (δηλαδή τα Μακρά Τείχη της Κωνσταντινούπολης) απ' όπου οδήγησαν μακριά τα κοπάδια αλόγων του αυτοκράτορα, πολλές χιλιάδες στον αριθμό, και ό τι άλλο μπόρεσαν να βρουν. Και ως σήμερα ακόμη, το έτος 895 (=584), στρατοπεδεύουν και κατοικούν εκεί και ζουν ειρηνικά στη ρωμαϊκή επικράτεια, σίγουρα και χωρίς φόβο, και αιχμαλωτίζουν και σκοτώνουν και καίουν.
Και έγιναν βαθύπλουτοι σε χρυσό και ασήμι και κοπάδια αλόγων και απέκτησαν πολλά όπλα και έμαθαν να μάχονται καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ αρχικά δεν ήταν παρά άξεστοι βάρβαροι που δεν τολμούσαν να εμφανισθούν έξω από τα πυκνά τους δάση. Και όσο για τα όπλα δεν ήξεραν ακόμη και τι είναι αυτά, εκτός από δύο-τρία λογχάδια, δηλαδή κοντά δόρατα.
Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ΄μέρος, κεφ. 25, λατ. μετ. Ε. W. Brooks, Λουβαίν 1952 (ανατύπωση της έκδοσης του 1936), 248-249.
2. Η αβαροσλαβική εισβολή και κατάκτηση της Πελοποννήσου (587)
Σε μια άλλη εισβολή του (ο Χαγάνος των Αβάρων) κατέκτησε ολόκληρη τη Θεσσαλία και ολόκληρη την Ελλάδα και την Παλαιά Ήπειρο και την Αττική και την Εύβοια. Οι Άβαροι εισέβαλαν ορμητικά και στην Πελοπόννησο και την κατέκτησαν με πόλεμο και, αφού εκδίωξαν και εξόντωσαν τους ευγενείς ελληνικούς πληθυσμούς, κατοίκησαν οι ίδιοι σ' αυτή την περιοχή. Όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα φονικά χέρια τους σκορπίσθηκαν σε διαφορετικούς τόπους.
Οι κάτοικοι των Πατρών μεταφέρθηκαν στο Ρήγιο της Καλαβρίας και οι κάτοικοι του Άργους στο νησί Ορόβη, ενώ οι Κορίνθιοι μετοίκησαν στο νησί της Αίγινας. Τότε λοιπόν εγκατέλειψαν το έδαφος της πατρίδας τους και οι Λάκωνες και άλλοι από αυτούς αναχώρησαν για το νησί της Σικελίας, όπου ένα μέρος τους ζει ακόμη, στον τόπο που ονομάζεται Δέμεννα. Αυτοί ονομάζονται Δεμενίτες αντίς Λακεδαιμονίτες και διατηρούν την ιδιαίτερη διάλεκτο των Λακώνων. Ένα άλλο μέρος τους βρήκαν έναν δύσβατο τόπο κοντά στο γιαλό, έχτισαν (εκεί) οχυρή πόλη που την ονόμασαν Μονεμβασία, γιατί είχε μόνο μια "έμβασιν" για τους εισερχόμενους, και κατοίκησαν σ' αυτή μαζί με τον επίσκοπό τους. Οι βοσκοί και οι αγρότες εγκαταστάθηκαν στους κοντινούς κακοτράχαλους τόπους που ονομάστηκαν πρόσφατα Τζακονίες.
Έτσι οι Άβαροι κατέλαβαν και κατοίκησαν την Πελοπόννησο και παρέμειναν σ' αυτή διακόσια δεκαοκτώ χρόνια χωρίς να εξαρτώνται από τον ρωμαίο αυτοκράτορα ή άλλον κύριο, από το έτος 6096 από κτίσεως κόσμου (=587 μ.Χ.), που ήταν το έκτο της βασιλείας του Μαυρικίου, μέχρι το έτος 6313 (= 805) που ήταν το τέταρτο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου του Παλαιού, που είχε γιο το Σταυράκιο.
Cronaca di Monembasia, εκδ. I. Duicev (=Testi, 12), Παλέρμο 1976, 12-16.
3. Η αφομοίωση των Σλάβων
Ο πατέρας μας, ο αείμνηστος Βασίλειος [Α΄, 867-886], ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, έπεισε τους Σλάβους να εγκαταλείψουν τα αρχαία έθιμά τους, αφού τους έκανε Έλληνες και τους υπήγαγε στους κυβερνήτες σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο, και τους βάπτισε, τους ελευθέρωσε από τη σκλαβιά στους ηγεμόνες τους και τους δίδαξε να πολεμούν τα έθνη που είναι εχθρικά προς τους Ρωμαίους.
D. Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. Η Ανατολική Ευρώπη, 500-1453, α΄τόμος, 140.
Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012
Αντικείμενα με φιλελληνική θεματολογία
![]() |
| Προσθήκη λεζάντας |
![]() |
| Προσθήκη λεζάντας |
![]() |
| J. LAYER - Παρτιτούρα σύνθεσης για πιάνο με θέμα "Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου" - 1829, έγχρωμη λιθογραφία, 33,5 x 25 εκ. |
![]() |
| T. ADELE (ζωγράφος) & CHABERT (λιθογραφείο) - Αφίσα με φιλελληνικό περιεχόμενο - λιθογραφία, 39,5 x 27,5 εκ. |
![]() |
| Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου - χαλκογραφία επιχρωματισμένη, 8,5 x 8,5 εκ. |
![]() |
| Πινάκιο με παράσταση φιλελληνικού θέματος - έρανος για τους Έλληνες - Γαλλικό εργοστάσιο MONTEREAU |
![]() |
| Πινάκιο με παράσταση φιλλεληνικού θέματος - ευλογία των Μεσολογγιτών από ιερέα - Γαλλικό εργοστάσιο MONTEREAU |
![]() |
| Προσθήκη λεζάντας |
![]() |
| Προσθήκη λεζάντας |
Φιλελληνικό θέατρο
Πολύτιμες πληροφορίες για το φιλελληνικό θέατρο παρέχει το άρθρο του Στέριου Φασουλάκη, καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών και σύμβουλου έκδοσης του ένθετου "Ε-Ιστορικά" της εφημερίδας "Ελευθεροτυπίας". Το άρθρο θα το βρείτε εδώ
Γαλλικές εκδόσεις με τα κείμενα φιλελληνικών θεατρικών έργων
![]() |
| "Η κατάληψη του Μεσολογγίου" |
![]() |
"Οι Έλληνες" |
![]() |
| "Αθήνα" |
![]() |
| Σκηνογραφία του F. Bagnara για την ιταλική όπερα "Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου" (Μουσείο Correr, Βενετία) |
![]() |
| Άλλη μια σκηνογραφία του F. Bagnara για την ιταλική όπερα "Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου" (Μουσείο Correr, Βενετία) |
![]() |
| Ο Γάλλος ηθοποιός Francois-Joseph Talma στο ρόλο αρχαίου ήρωα γύρω στο 1826 |
![]() |
| Πρόγραμμα από την όπερα σε ποίηση Giovanni Peruzzini και μουσική Giovanni Ferrari, "Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου" που ανέβηκε το 1842 στο Μεγάλο Θέατρο της Βενετίας |
![]() |
| Πρόγραμμα του Caledonian Theatre της 5-6-1828 που αναγγέλλει το μελόδραμα "The maid of Athens" |
![]() |
| Πρόγραμμα του Caledonian Theatre της 3-7-1828 που αναγγέλλει το μελόδραμα "Siege of Missolonghi" |
Το ιδεολογικό υπόβαθρο του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού
Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, καρμπονάροι, [….] Ιακωβίνοι πρώην αξιωματικοί του Ναπολέοντα και άλλοι , μεταξύ εκείνων που μεταλαμπάδευσαν τα Φώτα στις ελληνικές ελίτ, όταν το 1821 είδαν, μετά από έξι χρόνια ήττας και σιωπής που τους είχε επιβάλει η Ιερή Συμμαχία, να ξεσηκώνονται οι Έλληνες, ήταν σαν να ενσαρκώνονταν και να επαναστατούσαν τα ίδια τα ιδεολογικά σύμβολά τους. Και για τούτο ανταπέδωσαν την προσφορά με το κίνημα του Φιλελληνισμού. Και αυτή ήταν η δεύτερη δύναμη της Ελληνικής Επανάστασης και η πρώτη διεθνοποίηση της υπόθεσης των Ελλήνων.
Π. Πιζάνιας, «Επανάσταση και έθνος, μια ιστορική-κοινωνιολογική προσέγγιση του ’21»,
Ιστορία του νέου ελληνισμού, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τομ. 3ος , σελ. 51
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)

















