Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Κοινά προβλήματα και διαφορές μεταξύ των βαλκανικών χωρών

Οι εξελίξεις στα βαλκανικά κράτη από τον σχηματισμό τους έως και τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίζονται από κοινά προβλήματα αλλά και διακριτές διαφορές. Παρά τις ομοιότητες, οι διαφορές τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο ήταν πρόδηλες. Αν και οι βαλκανικές χώρες ήταν όλες αγροτικές, οι διαφοροποιήσεις στις αγροτικές σχέσεις, στην ιδιοκτησία και στις μορφές εκμετάλλευσης στην ύπαιθρο ήταν έντονες.

Στη Σερβία και τη Βουλγαρία τα κτήματα που ήταν πάνω από χίλια στρέμματα αποτελούσαν το 5 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης. Το 70 τοις εκατό των αγροτικών νοικοκυριών κατείχαν κτήματα έως 20 στρέμματα. Στα χωριά επικρατούσαν συνθήκες φτώχιας και μεγάλης καθυστέρησης. Στη Βουλγαρία μέχρι το 1900 μόλις το 10 τοις εκατό των αγροτών χρησιμοποιούσε σιδερένιο αλέτρι. Ο αναλφαβητισμός στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν καθολικός.

Η αντίθετη κατάσταση ως προς την ιδιοκτησία της γης επικρατούσε στη Ρουμανία, όπου το 85 τοις εκατό των αγροτών ήταν ακτήμονες ή κατείχαν μικροσκοπικούς κλήρους, γεγονός που τους υποχρέωνε να δουλεύουν στα κτήματα των μεγάλων γαιοκτημόνων ή να μισθώνουν γη. Πέντε χιλιάδες μεγάλες ιδιοκτησίες κατείχαν το 55 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης. Παρά τη συγκέντρωση της γης και την ύπαρξη μεγάλων αγροκτημάτων, οι μέθοδοι καλλιέργειας παρέμεναν πρωτόγονες. Οι περισσότεροι γαιοκτήμονες προτιμούσαν να μισθώνουν τη γη σε μεσάζοντες, οι οποίοι στη συνέχεια υπενοικίαζαν τη γη σε φτωχούς αγρότες με όρους επίμορτης καλλιέργειας. Οι διαχειριστές ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την αποκόμιση γρήγορου και υψηλού κέρδους και δεν είχαν συμφέρον από μακροχρόνιες και κοστοβόρες βελτιώσεις στην παραγωγή. Το σιτάρι και το καλαμπόκι, που αποτελούσαν το 80 τοις εκατό της αγροτικής παραγωγής, ήταν τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα. Το ήμισυ περίπου αυτών των αγροτικών προϊόντων προορίζονταν για την εξωτερική αγορά.

Στην Ελλάδα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαιτέρως σύνθετο και δύσκολο. Μόνο το 20 τοις εκατό της γης ήταν καλλιεργήσιμο, ενώ η αύξηση του πληθυσμού περιέπλεκε και έκανε ακόμη πιο δυσεπίλυτο το πρόβλημα. Οι μικρές γεωργικές καλλιέργειες μόλις που εξασφάλιζαν την επιβίωση του αγροτικού πληθυσμού. Για τις διατροφικές ανάγκες του λαού εισάγονταν σιτηρά, ενώ το μόνο εξαγωγικό προϊόν ήταν η σταφίδα και αργότερα προστέθηκε ο καπνός. Μετά το 1881 με την προσάρτηση της Θεσσαλίας η χώρα απέκτησε μια μεγάλη γεωργική περιοχή και έκαναν την εμφάνισή τους οι μεγάλες γεωργικές ιδιοκτησίες. Με το πέρασμα στα χέρια Ελλήνων γαιοκτημόνων των μεγάλων μουσουλμανικών τσιφλικιών επεκτείνεται η επίμορτη εργασία των αγροτών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν στον γαιοκτήμονα το ένα τρίτο μέχρι το μισό της παραγωγής τους.

Πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο σε όλες τις βαλκανικές χώρες τα αρδευτικά έργα και οι τεχνολογικές και επιστημονικές βελτιώσεις της αγροτικής παραγωγής ήταν ελάχιστες και ανεπαρκείς. «Έτσι, με την αύξηση του πληθυσμού και τη συνεχή κατάτμηση της γης, το μέλλον για τους αγρότες στα Βαλκάνια ήταν ζοφερό. Ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να κάνουν για να βελτιώσουν την κατάσταση. Ο δανεισμός θα μπορούσε να επιτρέψει τη βελτίωση της γης, την αγορά καλύτερου εξοπλισμού και την αύξηση της παραγωγής, δυστυχώς, όμως, οι όροι ήταν δυσβάστακτοι. Τα αγροτικά χρέη αποτελούσαν κοινό πρόβλημα σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Συχνά τα δάνεια αντλούνταν απλώς για να στηρίξουν την οικογένεια από τη μια περίοδο στην επόμενη. Έτσι, χρησιμοποιούνταν όχι για τη βελτίωση των κτημάτων, αλλά για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων και άλλων ζωτικών αναγκών. Καθώς γενικά τα δάνεια αυτά συνάπτονταν με πολύ αυστηρούς όρους, μπορούσαν να κρατήσουν μια οικογένεια σε μόνιμο χρέος. Ελλείψει κεντρικών αγροτικών τραπεζών, οι αγρότες δανείζονταν συνήθως χρήματα από τοπικούς εμπόρους, πλούσιους γαιοκτήμονες και επιφανή πρόσωπα του χωριού. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί ασκούσαν επιρροή στο τοπικό πολιτικό σύστημα, γίνεται φανερό πόσο ευάλωτοι ήταν οι αγρότες στην οικονομική εκμετάλλευση.»2

Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα οι προσπάθειες εκβιομηχάνισης στις βαλκανικές χώρες ήταν ισχνές. Ο αστικός πληθυσμός περιοριζόταν στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία στο 20 τοις εκατό και στην Ελλάδα στο 30 τοις εκατό. Όσον αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού των πόλεων αποτελούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από απασχολουμένους στον κρατικό μηχανισμό, στο μικρεμπόριο και στις μικρές βιοτεχνίες. Ακόμη και όταν γίνονταν έργα υποδομών, όπως κατασκευή σιδηροδρόμων, τα στελέχη, το διευθυντικό προσωπικό, το ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, ακόμη και εργάτες ήταν ξένοι. Η αδυναμία να απορροφηθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην εγχώρια παραγωγή οδηγούσε στη μαζική μετανάστευση.

Το 1914 στη Ρουμανία, που σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο ως προς την εκβιομηχάνιση και εκμεταλλευόταν το πετρέλαιο στην περιοχή του Πλοέστι, μόνο το 1,5 τοις εκατό του εθνικού πλούτου αντιστοιχούσε στη βιομηχανία.

Ένα σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν τα εξαιρετικά μεγάλα δάνεια από το εξωτερικό. Ανάμεσα στο 1879 και το 1890 το εξωτερικό χρέος της αυξήθηκε κατά 630 εκατομμύρια φράγκα. Αν προσθέσουμε και τα τοκοχρεωλύσια των προηγούμενων δανείων, η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφούσε τη μερίδα του λέοντος του εθνικού προϋπολογισμού. Η ανάγκη να κατασκευαστούν δρόμοι, σιδηρόδρομοι και λιμάνια, καθώς και η Διώρυγα της Κορίνθου, και το κόστος για την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού γονάτιζαν οικονομικά τη χώρα. Τα χρήματα για τις παραπάνω ανάγκες προέρχονταν από τους υπέρογκους φόρους που επιβάλλονταν στους αγρότες και στις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού. Η μικρή ελληνική υφαντουργία, η οποία προηγουμένως εξήγε μεταξωτά και βαμβακερά προϊόντα, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την προηγμένη βιομηχανία σε αυτούς τους τομείς της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες εξήγαν τα προϊόντα τους στην εσωτερική αγορά της Ελλάδας. Ενώ η βιομηχανία ζάχαρης που βασίζεται στα ζαχαρότευτλα είχε κάνει την εμφάνισή της στις άλλες βαλκανικές χώρες, στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Στους άλλους βιομηχανικούς τομείς, όπως οικοδομικά υλικά, γυαλί, ξυλεία, κλπ., η ανάπτυξη ήταν περιορισμένη και η παραγωγή τους ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς.

Οι αγρότες στην Ισπανία του Μεσοπολέμου

Η Ισπανία ήταν κυρίως μια αγροτική χώρα μικροαστικού τύπου με σημαντικά απομεινάρια του φεουδαλισμού. Αυτός ο γενικός χαρακτήρας της χώρας δεν άλλαξε κατά τη διάρκεια των 5-6 χρόνων της αστικοδημοκρατικής επανάστασης (από τον Απρίλη του 1931 ως τον Ιούλη του 1936), που προηγήθηκε του εθνικού επαναστατικού πολέμου. 59% του εργαζόμενου πληθυσμού απασχολούταν στην γεωργία και όχι πάνω από 20% στη βιομηχανία, τις μεταφορές και το εμπόριο. Το υπόλοιπο του πληθυσμού απασχολούταν είτε στον κρατικό διοικητικό μηχανισμό είτε στο δημοτικό μηχανισμό, στο στρατό και τα λεγόμενα ελεύθερα επαγγέλματα. Η κατανομή της ιδιοκτησίας της γης ήταν ο καλύτερος δείκτης του αγροτικού, μικροαστικού χαρακτήρα της χώρας με ισχυρές επιρροές των φεουδαλικών απομειναριών στην οικονομική και πολιτική ζωή.
2% των ιδιοκτητών γης, που μπορούσαν να περιγραφούν ως μεγάλοι ιδιοκτήτες (100 εκτάρια και πάνω), κατείχαν το 67% ολόκληρης της καλλιεργήσιμης γης. Σε αυτή την ομάδα ανήκαν τα τεράστια λατιφούντια του Δούκα της Άλμπα έκτασης 96.000 εκταρίων, αυτά του Δούκα του Medinaceli με 79.000 εκτάρια, όπως και εκείνα του δούκα του Πενεραντα με 52.000 εκτάρια, κ.α. 68% των κατόχων γης (ως 10 εκτάρια) κατείχαν συνολικά μόνο το 15% όλης της καλλιεργίσιμης γης. Αυτή η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη όταν προσθέσουμε αυτό το 39% όλων των κατόχων γης έκτασης μικρότερης του 1 εκταρίου και εκείνο της τεράστιας μάζας όλων των εξαθλιωμένων αγροτών που κατείχαν όλοι μαζί μόνο 1,1% της γης. Πέραν αυτού, υπήρχαν 2,5 εκατομμύρια εργάτες γης που δεν είχαν καμία έκταση. Ένα σημαντικό τμήμα των αγροτών που λογίζονταν ως κάτοχοι γης στις στατιστικές, στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε από ενοικιαστές ή υπενοικιαστές, οι λεγόμενοι “rabassaires”, μια σχέση ενοικίασης που ξεκάθαρα αντανακλούσε στον μισο-φεουδαρχικό χαρακτήρα της ισπανικής γεωργίας.

Η καθολική εκκλησία, το κονσόρτσιο του φεουδαλισμού, κατείχε σχεδόν το 1/3 όλου του πλούτου της χώρας, όπως επίσης και το 1/3 όλης της καλλιεργήσιμης γης. Υπήρχαν 200.000 καλόγεροι στην Ισπανία. Έναντι 35.000 σχολείων στην Ισπανία, υπήρχαν συνολικά 36.000 εκκλησίες, μοναστήρια και παρεκκλήσια.

Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα

1. Από τις «εθνικές γαίες» στη διανομή του 1871

Σύμφωνα με τις Συνθήκες που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της χώρας, τα εδάφη που περιλαμβάνονταν στα όρια του νέου κράτους και που ανήκαν πριν στους Τούρκους ανακηρύχθηκαν «εθνική ιδιοκτησία». Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1830 το ελληνικό κράτος εμφανίζεται σαν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας του ελληνικού χώρου κατέχοντας σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς το 35%-50% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του Ελληνικού Βασιλείου. Το κράτος απαιτούσε το 15% της ακαθάριστης παραγωγής αυτών των γαιών σαν ενοίκιο για την υποτιθέμενη μίσθωση της γης, ενώ μαζί με τον φόρο της δεκάτης, ο ενοικιαστής της γης υποχρεωνόταν να καταβάλλει στο δημόσιο ταμείο περίπου το 25% της ακαθάριστης παραγωγής.
Το νέο ελληνικό κράτος επιλέγοντας τη μέση και μεταβατική λύση του καθεστώτος των εθνικών γαιών έδωσε ουσιαστικά μία αναβολή στη λύση του αγροτικού ζητήματος. H δημιουργία των «εθνικών γαιών» δηλαδή δεν συνδυάστηκε με μια ενεργητική παρουσία του κράτους σαν πραγματικού ιδιοκτήτη και οικονομικού διαχειριστή της γης. Αμεση συνέπεια αυτής της στάσης ήταν τόσο η κακή διαχείριση και η χαμηλή παραγωγή των ενοικιαζόμενων εθνικών γαιών όσο και η σύγχυση γύρω από το θεσμικό καθεστώς τους.
Η συνεχής επιδείνωση του καθεστώτος των εθνικών γαιών δημιούργησε την αντίφαση μεταξύ των αυξανόμενων δημοσιονομικών αναγκών του ελληνικού κράτους και της βαθμιαίας μείωσης του φόρου επικαρπίας από την ενοικίαση της γης. H αντίφαση αυτή δεν μπορούσε να λυθεί παρά με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και τη διανομή των εθνικών γαιών, κάτι που απαιτούσε ήδη από τη δεκαετία του 1840 ο αγροτικός κόσμος, αλλά και διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, όχι μόνο για να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, αλλά κυρίως γιατί πίστευαν ότι αποδίδοντας την κυριότητα στους κατόχους των εθνικών γαιών θα αναπτύσσονταν η αγροτική παραγωγή και η οικονομία συνολικά με την άνοδο του προσωπικού ενδιαφέροντος των καλλιεργητών, με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και με την ένταξη της γης στο εμπορευματικό κύκλωμα.

2. Σταφιδική κρίση και «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»

Πράγματι, η διανομή των εθνικών γαιών στους καλλιεργητές από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου το 1871 είχε ευεργετική επίδραση στην εξέλιξη της αγροτικής παραγωγής της χώρας και στην ανάπτυξη των εξαγωγικών φυτειών, όπως η κορινθιακή σταφίδα. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η κορινθιακή σταφίδα αναδείχθηκε σαν το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Βασιλείου. H ταχεία ανάπτυξη της διεθνούς ζήτησης για το προϊόν αυτό, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της Ελλάδας στις διεθνείς συναλλαγές ως χώρας μονοεξαγωγικής. H κορινθιακή σταφίδα έφθασε να καλύπτει περισσότερο από το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας.
Μετά τη διανομή του 1871 μάλιστα, ο «σταφιδικός πυρετός» έφτασε στο απόγειό του στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο, ειδικά μετά το 1878 που η ελληνική σταφίδα κατέκτησε και τη γαλλική αγορά. Τότε αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή φθηνού σταφιδίτη οίνου που αναπλήρωνε τα ελλείμματα που προκάλεσε στη γαλλική οινοπαραγωγή η καταστρεπτική φυλλοξήρα. Γύρω στο 1890 όμως η βαθμιαία ανάρρωση των γαλλικών αμπελιών απεκατέστησε τις ισορροπίες στη γαλλική οινοπαραγωγή. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την επικράτηση των οπαδών του προστατευτισμού και την άνοδο των εισαγωγικών δασμών είχαν συνέπεια την πτώση της ζήτησης και των τιμών της σταφίδας στη γαλλική αγορά και την έκρηξη μιας κρίσης υπερπαραγωγής, που το 1892/93 συγκλόνισε την ελληνική οικονομία.
Μερικούς μήνες μετά την έκρηξη της σταφιδικής κρίσης η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πτώχευσης. Αν και τα δύο γεγονότα ήταν εν πολλοίς ανεξάρτητα μεταξύ τους, είναι φανερό ότι η κρίση της σταφιδικής οικονομίας από το 1892 και μετά επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τα δημοσιονομικά και συναλλαγματικά προβλήματα του ελληνικού κράτους. Ιδιαίτερα καθοριστική υπήρξε για το εμπόριο και την ελληνική οικονομία η κατακόρυφη μείωση του πολύτιμου ξένου συναλλάγματος που έφερνε η σταφίδα στη χώρα. Ο αντίκτυπος της σταφιδικής κρίσης συγκλόνισε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, υπενθυμίζοντας με επώδυνο τρόπο πόσο αναγκαίο ήταν να ξεπεραστούν οι παλιές αγρο-εμπορευματικές δομές και να προσανατολιστεί η χώρα σε νέες κατευθύνσεις, περισσότερο παραγωγικές. Η κρίση του 1893 μετατράπηκε πλέον σε χρόνια κρίση του προϊόντος μετά την αποτυχία του μέτρου του παρακρατήματος, της «Σταφιδικής Τραπέζης» και της «Προνομιούχου Εταιρείας». Οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου μετά την περίοδο της αναρχικής διαμαρτυρίας τους, στρέφονται προς την υπερατλαντική μετανάστευση, ενώ ταυτόχρονα σημαντικά ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης οδηγούν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών προς την περιοχή Αθηνών-Πειραιώς που θα αποτελέσει το νέο οικονομικό κέντρο της χώρας με βάση τις καινούργιες μεταποιητικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται εκεί.

3. Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και η εξέγερση του Κιλελέρ

Στις παραμονές της προσάρτησης (1881) οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της γης στη Θεσσαλία, έσπευσαν να μεταβιβάσουν τις ιδιοκτησίες τους σε μεγάλους Ελληνες χρηματιστές και εμπόρους της διασποράς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό απέκτησαν τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Οι συνέπειες για τους καλλιεργητές υπήρξαν δραματικές, αφού έπαψαν πλέον να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο. Το καθαρά εμπράγματο δικαίωμα που διατηρούσαν πάνω στην καλλιεργούμενη γη, με όλες τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό, καταργήθηκε και σταδιακά μετατράπηκαν σε απλούς αγρομισθωτές. Οι ιδιοκτήτες, αντίστοιχα, γίνονταν απόλυτα κύριοι της γης που κατείχαν και μπορούσαν πλέον με την εκπνοή των μισθωτηρίων συμβολαίων να εκδιώκουν τους καλλιεργητές από το τσιφλίκι.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε επίσης και την ανατροπή της πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, η οποία μέχρι τότε ήταν εχθρική. Επιδεικνύοντας μια «αξιοθρήνητη αδράνεια» το ελληνικό κράτος απεμπόλησε τα δικαιώματα που θα μπορούσε να ασκήσει ως διάδοχο του οθωμανικού κράτους. Υπό την πίεση των νέων γαιοκτημόνων και μεγάλων κεφαλαιούχων του εξωτερικού, η κυβέρνηση Τρικούπη μετέβαλε ολοσχερώς την πάγια γεωργική πολιτική του ελληνικού κράτους, προκειμένου να προστατεύσει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών. Ο ίδιος ο Χ. Τρικούπης εξήγησε πως «αν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού» και ζήτησε «η κατάστασις να παραμείνη ως έχει διότι τούτο απαιτούν τα γενικώτερα συμφέροντα της χώρας».
Η σύγκρουση τσιφλικούχων - κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική ζωή της Θεσσαλίας στην περίοδο 1881-1910 και αποτυπώθηκε τόσο στα συχνά δημοσιεύματα του Τύπου όσο και στις οξείες αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή. Σημαντική ήταν η συμπαράσταση που εύρισκαν οι ακτήμονες τόσο από συλλόγους, σωματεία και ενώσεις (όπως για παράδειγμα ο Εμπορικός Σύλλογος Βόλου), όσο και από προσωπικότητες του αστικού χώρου (διανοούμενους, επαγγελματίες, δικηγόρους, δημοσιογράφους των θεσσαλικών πόλεων). Ετσι, προοδευτικά, η αντίσταση των κολίγων κατά των εξώσεων και των λοιπών αυθαιρεσιών των τσιφλικούχων διευρύνθηκε και από απλή αγροτική διαμαρτυρία μετατράπηκε σε κίνημα πανθεσσαλικού χαρακτήρα με πλατιά κοινωνική βάση και ισχυρή υποστήριξη από τα αστικά κέντρα και με κεντρικό αίτημα τη διανομή της γης στους καλλιεργητές της.
Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η αντιπαράθεση εντείνεται ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, το 1907 και το Κίνημα στο Γουδί το 1909, που θα ανατρέψει το σκηνικό και θα απελευθερώσει την αγροτική διαμαρτυρία. Απέναντι στην εξέγερση του θεσσαλικού κάμπου η κυβέρνηση Δραγούμη περιορίζεται σε αόριστες υποσχέσεις. Η σύγκρουση του Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910 έχει γίνει πλέον αναπόφευκτη…

4. Το «Αγροτικό Θαύμα» του Μεσοπολέμου

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ο ελληνικός αγροτικός χώρος γνώρισε ραγδαίες εξελίξεις και αλλαγές. Η ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση και η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων, η ίδρυση του υπουργείου Γεωργίας το 1917 και των αυτόνομων οργανισμών συγκέντρωσης και διαχείρισης εγχώριων προϊόντων στη συνέχεια, η ψήφιση του ν. 602/1914 για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και η επέκταση των χορηγήσεων της Εθνικής Τράπεζας στον αγροτικό πληθυσμό μετά το 1915, η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας το 1929, τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα στην ελληνική ύπαιθρο, η προώθηση της πολιτικής της «αυτάρκειας» και η επέκταση των εξαγωγικών φυτειών σε βάρος των «παραδοσιακών» καλλιεργειών, συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, της πρώτης στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους κατά την οποία ο κρατικός μηχανισμός, μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, επιδοτήσεων και ελαφρύνσεων μεταφέρει πόρους προς το τομέα της γεωργίας.
Η έγγειος ιδιοκτησία πήρε πλέον σε όλη τη χώρα τη μορφή της ελεύθερης απεριόριστης ατομικής ιδιοκτησίας, ενώ σημαντικές αλλαγές μεταμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής υπαίθρου: Κατ' αρχήν επιτεύχθηκε η αγροτική εγκατάσταση ενός σημαντικού μέρους του προσφυγικού πληθυσμού. Δεύτερον, καταγράφηκε διπλασιασμός των καλλιεργούμενων εκτάσεων και μια εξίσου εντυπωσιακή αύξηση της αξίας της γεωργικής παραγωγής, ενώ δημιουργήθηκαν και οι προϋποθέσεις για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, μέσω της ανανέωσης και του αναπροσανατολισμού των καλλιεργειών.
Η μείωση της παραγωγής της σταφίδας αντισταθμίστηκε από την ενίσχυση της βαμβακοκαλλιέργειας και κυρίως από την ταχύτατη επέκταση της καπνοκαλλιέργειας, που αν και καταλάμβανε μόνο το 3%-4% της καλλιεργούμενης επιφάνειας, συμμετείχε στο συνολικό εισόδημα της γεωργίας κατά 20%, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζε περισσότερο από το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας.
Τέλος, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες της διεθνούς κρίσης του 1929 που έπληξε ιδιαίτερα τα εξαγώγιμα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, το κράτος προώθησε τη δημιουργία μιας σειράς αυτόνομων οργανισμών, αποστολή των οποίων ήταν η συγκέντρωση των προϊόντων, η απορρόφηση των πλεονασμάτων και η εξασφάλιση τιμών ασφαλείας στους παραγωγούς, ενώ για τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης η κρατική παρέμβαση αποσκοπούσε στην επίτευξη αυτάρκειας και στην εξοικονόμηση συναλλάγματος, όπως έγινε με τα σιτηρά, αφού η σιτάρκεια ήταν πρωταρχικός στόχος των μεσοπολεμικών κυβερνήσεων.

Πηγή: "Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα", άρθρο του Βασίλη Πατρώνη, επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών στην εφημερίδα "Καθημερινή"

Η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας


Η ΤτΕ, το Φράγμα του Μαραθώνα, η ηλεκτροδότηση της Αθήνας


Η σταφιδική κρίση και η μετανάστευση στις Η.Π.Α.


Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας