Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Κοινά προβλήματα και διαφορές μεταξύ των βαλκανικών χωρών

Οι εξελίξεις στα βαλκανικά κράτη από τον σχηματισμό τους έως και τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίζονται από κοινά προβλήματα αλλά και διακριτές διαφορές. Παρά τις ομοιότητες, οι διαφορές τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο ήταν πρόδηλες. Αν και οι βαλκανικές χώρες ήταν όλες αγροτικές, οι διαφοροποιήσεις στις αγροτικές σχέσεις, στην ιδιοκτησία και στις μορφές εκμετάλλευσης στην ύπαιθρο ήταν έντονες.

Στη Σερβία και τη Βουλγαρία τα κτήματα που ήταν πάνω από χίλια στρέμματα αποτελούσαν το 5 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης. Το 70 τοις εκατό των αγροτικών νοικοκυριών κατείχαν κτήματα έως 20 στρέμματα. Στα χωριά επικρατούσαν συνθήκες φτώχιας και μεγάλης καθυστέρησης. Στη Βουλγαρία μέχρι το 1900 μόλις το 10 τοις εκατό των αγροτών χρησιμοποιούσε σιδερένιο αλέτρι. Ο αναλφαβητισμός στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν καθολικός.

Η αντίθετη κατάσταση ως προς την ιδιοκτησία της γης επικρατούσε στη Ρουμανία, όπου το 85 τοις εκατό των αγροτών ήταν ακτήμονες ή κατείχαν μικροσκοπικούς κλήρους, γεγονός που τους υποχρέωνε να δουλεύουν στα κτήματα των μεγάλων γαιοκτημόνων ή να μισθώνουν γη. Πέντε χιλιάδες μεγάλες ιδιοκτησίες κατείχαν το 55 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης. Παρά τη συγκέντρωση της γης και την ύπαρξη μεγάλων αγροκτημάτων, οι μέθοδοι καλλιέργειας παρέμεναν πρωτόγονες. Οι περισσότεροι γαιοκτήμονες προτιμούσαν να μισθώνουν τη γη σε μεσάζοντες, οι οποίοι στη συνέχεια υπενοικίαζαν τη γη σε φτωχούς αγρότες με όρους επίμορτης καλλιέργειας. Οι διαχειριστές ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την αποκόμιση γρήγορου και υψηλού κέρδους και δεν είχαν συμφέρον από μακροχρόνιες και κοστοβόρες βελτιώσεις στην παραγωγή. Το σιτάρι και το καλαμπόκι, που αποτελούσαν το 80 τοις εκατό της αγροτικής παραγωγής, ήταν τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα. Το ήμισυ περίπου αυτών των αγροτικών προϊόντων προορίζονταν για την εξωτερική αγορά.

Στην Ελλάδα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαιτέρως σύνθετο και δύσκολο. Μόνο το 20 τοις εκατό της γης ήταν καλλιεργήσιμο, ενώ η αύξηση του πληθυσμού περιέπλεκε και έκανε ακόμη πιο δυσεπίλυτο το πρόβλημα. Οι μικρές γεωργικές καλλιέργειες μόλις που εξασφάλιζαν την επιβίωση του αγροτικού πληθυσμού. Για τις διατροφικές ανάγκες του λαού εισάγονταν σιτηρά, ενώ το μόνο εξαγωγικό προϊόν ήταν η σταφίδα και αργότερα προστέθηκε ο καπνός. Μετά το 1881 με την προσάρτηση της Θεσσαλίας η χώρα απέκτησε μια μεγάλη γεωργική περιοχή και έκαναν την εμφάνισή τους οι μεγάλες γεωργικές ιδιοκτησίες. Με το πέρασμα στα χέρια Ελλήνων γαιοκτημόνων των μεγάλων μουσουλμανικών τσιφλικιών επεκτείνεται η επίμορτη εργασία των αγροτών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν στον γαιοκτήμονα το ένα τρίτο μέχρι το μισό της παραγωγής τους.

Πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο σε όλες τις βαλκανικές χώρες τα αρδευτικά έργα και οι τεχνολογικές και επιστημονικές βελτιώσεις της αγροτικής παραγωγής ήταν ελάχιστες και ανεπαρκείς. «Έτσι, με την αύξηση του πληθυσμού και τη συνεχή κατάτμηση της γης, το μέλλον για τους αγρότες στα Βαλκάνια ήταν ζοφερό. Ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να κάνουν για να βελτιώσουν την κατάσταση. Ο δανεισμός θα μπορούσε να επιτρέψει τη βελτίωση της γης, την αγορά καλύτερου εξοπλισμού και την αύξηση της παραγωγής, δυστυχώς, όμως, οι όροι ήταν δυσβάστακτοι. Τα αγροτικά χρέη αποτελούσαν κοινό πρόβλημα σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Συχνά τα δάνεια αντλούνταν απλώς για να στηρίξουν την οικογένεια από τη μια περίοδο στην επόμενη. Έτσι, χρησιμοποιούνταν όχι για τη βελτίωση των κτημάτων, αλλά για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων και άλλων ζωτικών αναγκών. Καθώς γενικά τα δάνεια αυτά συνάπτονταν με πολύ αυστηρούς όρους, μπορούσαν να κρατήσουν μια οικογένεια σε μόνιμο χρέος. Ελλείψει κεντρικών αγροτικών τραπεζών, οι αγρότες δανείζονταν συνήθως χρήματα από τοπικούς εμπόρους, πλούσιους γαιοκτήμονες και επιφανή πρόσωπα του χωριού. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί ασκούσαν επιρροή στο τοπικό πολιτικό σύστημα, γίνεται φανερό πόσο ευάλωτοι ήταν οι αγρότες στην οικονομική εκμετάλλευση.»2

Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα οι προσπάθειες εκβιομηχάνισης στις βαλκανικές χώρες ήταν ισχνές. Ο αστικός πληθυσμός περιοριζόταν στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία στο 20 τοις εκατό και στην Ελλάδα στο 30 τοις εκατό. Όσον αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού των πόλεων αποτελούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από απασχολουμένους στον κρατικό μηχανισμό, στο μικρεμπόριο και στις μικρές βιοτεχνίες. Ακόμη και όταν γίνονταν έργα υποδομών, όπως κατασκευή σιδηροδρόμων, τα στελέχη, το διευθυντικό προσωπικό, το ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, ακόμη και εργάτες ήταν ξένοι. Η αδυναμία να απορροφηθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην εγχώρια παραγωγή οδηγούσε στη μαζική μετανάστευση.

Το 1914 στη Ρουμανία, που σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο ως προς την εκβιομηχάνιση και εκμεταλλευόταν το πετρέλαιο στην περιοχή του Πλοέστι, μόνο το 1,5 τοις εκατό του εθνικού πλούτου αντιστοιχούσε στη βιομηχανία.

Ένα σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν τα εξαιρετικά μεγάλα δάνεια από το εξωτερικό. Ανάμεσα στο 1879 και το 1890 το εξωτερικό χρέος της αυξήθηκε κατά 630 εκατομμύρια φράγκα. Αν προσθέσουμε και τα τοκοχρεωλύσια των προηγούμενων δανείων, η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφούσε τη μερίδα του λέοντος του εθνικού προϋπολογισμού. Η ανάγκη να κατασκευαστούν δρόμοι, σιδηρόδρομοι και λιμάνια, καθώς και η Διώρυγα της Κορίνθου, και το κόστος για την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού γονάτιζαν οικονομικά τη χώρα. Τα χρήματα για τις παραπάνω ανάγκες προέρχονταν από τους υπέρογκους φόρους που επιβάλλονταν στους αγρότες και στις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού. Η μικρή ελληνική υφαντουργία, η οποία προηγουμένως εξήγε μεταξωτά και βαμβακερά προϊόντα, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την προηγμένη βιομηχανία σε αυτούς τους τομείς της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες εξήγαν τα προϊόντα τους στην εσωτερική αγορά της Ελλάδας. Ενώ η βιομηχανία ζάχαρης που βασίζεται στα ζαχαρότευτλα είχε κάνει την εμφάνισή της στις άλλες βαλκανικές χώρες, στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Στους άλλους βιομηχανικούς τομείς, όπως οικοδομικά υλικά, γυαλί, ξυλεία, κλπ., η ανάπτυξη ήταν περιορισμένη και η παραγωγή τους ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου